Μοιάζει υπερβολή, αλλά δεν είναι… Μπορείς να διαλέξεις στην τύχη μια οποιαδήποτε ταινία της Φίνος Φιλμς, της εταιρείας που υπήρξε έννοια ταυτόσημη με τον ελληνικό κινηματογράφο, και οι πιθανότητες λένε ότι κάπου θα βρεις και το όνομα του Μάρκου Ζέρβα. Του ανθρώπου που με διάφορες ιδιότητες συμμετείχε σε 250 παραγωγές, αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι του για πάντα.
Συγγραφέας, σκηνογράφος, διευθυντής παραγωγής. Αυτοί είναι οι επίσημοι «τίτλοι» με τους οποίους συμμετείχε ο Μάρκος Ζέρβας σε αμέτρητες ταινίες που χρονικά κάλυψαν κάθε περίοδο του ελληνικού σινεμά, ξεκινώντας λίγο πριν τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνοντας μέχρι το 1977, χρονιά ορόσημο καθώς σταμάτησε την λειτουργία της η Φίνος Φιλμς.
Στην πραγματικότητα, όμως, η συνεισφορά του δεν περιορίζεται από «ταμπέλες» και ειδικότητες που διαβάζουμε στους τίτλους αρχής ή τέλους. Κάθε φορά που έβλεπες γραμμένο το όνομά του αντιλαμβανόσουν ότι αυτός ο άνθρωπος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, «ευθύνεται» σε μεγάλο βαθμό για το τελικό αποτέλεσμα που απολάμβανες στην μεγάλη οθόνη, ή στην μικρή, σε κάποια από τις αμέτρητες επαναλήψεις στην τηλεόραση που προβάλλονται μέχρι τις μέρες μας και μάλλον θα συνεχιστούν στο διηνεκές.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που λειτουργούσε επικουρικά, συχνά ως βοηθός ηχολήπτης, τεχνικός ή φροντιστής, από το 1939 όταν σε ηλικία μόλις 19 ετών συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Φιλοποίμενα Φίνο, στην νεοσύστατη εταιρεία «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» η οποία στην πραγματικότητα ήταν ο πρόδρομος της «Φίνος Φιλμ», ενώ μετά το 1952, σχεδόν στην κυριολεξία, έχει ενεργό ρόλο σε κάθε ταινία μέχρι να πέσουν οριστικά οι τίτλοι τέλους! Μάλιστα, υπάρχει και μια σπάνια εμφάνισή του ως ηθοποιός (!) στο «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, για να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του «ανθρώπου-ορχήστρα», όπως τον αποκαλούσαν!
Σε αυτήν την διαδρομή που κράτησε περίπου 4 δεκαετίες, ξεχωρίζουν οι δουλειές του (με την ιδιότητα του σκηνογράφου) στα φιλμ «Η ωραία των Αθηνών», το «Ούτε γάτα, ούτε ζημία», το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», το «Η θεία απ’ το Σικάγο» και πολλές-πολλές ακόμα, ενώ ως διευθυντής παραγωγής «υπογράφει» -μεταξύ άλλων- τις μεγάλες επιτυχίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Ο Ηλίας του 16ου», το «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» και «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», απλά για να αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες εξ αυτών.
Ασχολήθηκε επίσης με την ζωγραφική και το κολάζ, έχοντας μάλιστα εκθέσει και έργα του, αλλά ξεχωριστή θέση στην ζωή και την πορεία του κατέχει ένα βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε το 2003 με τίτλο «Μάρκος Ζέρβας Finos Film 1939-1977 – Ο μύθος και η πραγματικότητα». Όπως διαβάζουμε και στο συνοδευτικό σημείωμα των εκδόσεων «Άγκυρα», του εκδοτικού οίκου που ανέλαβε το πόνημα: «Καταθέτει στο βιβλίο αυτό την προσωπική του μαρτυρία για τη δημιουργία, την εξέλιξη και την ακμή της μυθικής, για τα ελληνικά δεδομένα, εταιρείας, από την ημέρα της ίδρυσής της έως τη διάλυσή της.
Ιδιαίτερα η περιγραφή των πρώτων κινηματογραφικών προσπαθειών του Φιλοποίμενα Φίνου και των συνεργατών του, στα προπολεμικά και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αποτελεί μοναδικό ντοκουμέντο, δεδομένου ότι κανένα από τα λίγα βασικά στελέχη, που τα έζησαν εκείνη την περίοδο, δεν τα έχει αφηγηθεί ποτέ ως τώρα. Πρόκειται για μια διαδρομή μέσα στο χρόνο, που αφηγείται πολύ ζωντανά ολόκληρη την πορεία της κινηματογραφικής παραγωγής και την πραγματική ατμόσφαιρα μέσα στη Φίνος Φιλμ, με σπάνιες φωτογραφίες από την καθημερινή ζωή και δουλειά στο στούντιο και στα γυρίσματα».
Το οξύμωρο της ιστορίας είναι ότι ο Μάρκος Ζέρβας έφυγε από την ζωή μόλις 20 ημέρες μετά την επίσημη παρουσίαση του έργου του, λες και περίμενε να δει πρώτα την συνεισφορά του στα κινηματογραφικά δρώμενα να ολοκληρώνεται μέσα από αυτήν την προσωπική κατάθεση ψυχής…
Ξεχωριστή σημασία έχει και ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος περιγράφει αυτήν την προσπάθειά του, όπου στα λόγια του διακρίνει κανείς μια σεμνότητα και μια ταπεινότητα που σπανίζει. Λέει, λοιπόν, ο Μάρκος Ζέρβας: «Δεν είμαι συγγραφέας ούτε ιστορικός του κινηματογράφου ούτε καν κειμενογράφος. Όμως ένιωσα την ανάγκη και θεώρησα χρέος μου να γράψω ό,τι έζησα κοντά στους ανθρώπους που πάλεψαν και στήριξαν τον ελληνικό κινηματογράφο… Οι ταινίες που φτιάχναμε επί 38 χρόνια έχουν γίνει αντικείμενο λατρείας από τη νέα γενιά, και ολόκληρες και αποσυναρμολογημένες…
Οι ταινίες που βλέπω πολλές φορές την εβδομάδα στην τηλεόραση κυκλοφορούν και κομματιασμένες σε φωτογραφίες, τραγούδια, ημερολόγια, για αρχεία, για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σκηνές σε τηλεοπτικές και διαφημιστικές εκπομπές, ανασκοπήσεις, δίσκους. Έχουν γίνει υλικό για ένα ολόκληρο εμπόριο, βασισμένο σ’ αυτή τη δουλειά που κάναμε. Με το οποίο, βεβαίως, δεν έχουν καμιά σχέση οι αληθινοί δημιουργοί των ταινιών αυτών. Παιδιά φίλων μου, που δεν είχαν γεννηθεί όταν έκλεισε η Φίνος Φιλμ, ξέρουν απ’ έξω τις ατάκες από τις ταινίες, δεν χάνουν προβολή από την τηλεόραση και τις γράφουν σε βιντεοκασέτες, ιδιαίτερα τις κωμωδίες. Ό,τι και να λένε οι επικριτές, κάτι θα υπήρχε που ν’ άξιζε για ν’ αγαπηθούν έτσι. Η αθωότητα, η καθαρότητά τους και το κέφι των συντελεστών τους, πιστεύω εγώ…».