Η Χρύσα Παπά πρώτα σε συγκλονίζει με το υποκριτικό της ταλέντο και μετά με την καρδιά της

Η Χρύσα Παπά πρώτα σε συγκλονίζει με το υποκριτικό της ταλέντο και μετά με την καρδιά της

Πρώτα θα πας να δεις την παράστασή της και μετά έλα να διαβάσεις αυτή τη συνέντευξη

Η Χρύσα Παπά είναι μια ηθοποιός που πολλοί θα την θυμούνται ως Μελίτα στα Μυστικά Της Εδέμ πίσω στο 2008. Τα τελευταία χρόνια όμως, όσοι την έχουν δει στην παράσταση «Σέρρα, η Ψυχή του Πόντου», θα μένουν συγκλονισμένοι από την ερμηνεία της.

Τουλάχιστον, αυτό συνέβη με μένα και αρκετούς άλλους που ήταν μαζί μου στη σκηνή του Μικρού Άνεσις για να τη δουν να ερμηνεύει 12 ρόλους σε έναν μονόλογο που σου δείχνει το θέατρο και την ικανότητα του ηθοποιού σε όλο του το μεγαλείο.

Με τη Χρύσα Παπά βρεθήκαμε στο Εδώ Μπαρ (Edo Bar) στην στοά της Καρύτση και συνομιλήσαμε για πάνω από μία ώρα κάνοντας ένα ταξίδι από το τώρα στο πριν, από την παράσταση στην διαδρομή της ως ηθοποιός κι από κει στο πώς βιώνει την ύπαρξή της, πώς αντικρύζει τα βιώματά της, τι είναι αυτό που γεμίζει την ψυχούλα της.

Και στο τέλος αυτής της κουβέντας μπορώ να πω ότι η Χρύσα Παπά σε «σκλαβώνει» με την ειλικρίνεια των λόγων και των εκφράσεων της, με την απλότητα της, με την ελευθερία εγγύτητας που σου επιτρέπει, με την αγάπη της για τις αγκαλιές και την εγκαρδιότητα. Αυτά αρκούν για να καταλάβει κανείς ποια είναι η Χρύσα Παπά, είναι η ουσία.

Οι περίπου 5.100 λέξεις που ακολουθούν, είναι η ερμηνεία της ουσίας της.

«Δεν έχω κυνηγήσει κάτι πάρα πολύ, δεν κυνηγώ τίποτα…Εύχομαι και επιθυμώ, αυτή είναι η διαδρομή μου»

– Θυμάσαι την πρώτη σου αίσθηση όταν διάβασες το κείμενο της παράστασης κι αν εκείνη τη στιγμή φαντάστηκες το πώς θα στηθεί;

Δε φαντάστηκα τίποτα. Δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι θα έχει αυτόν τον βαθμό δυσκολίας. Ήξερα ότι ένας μονόλογος είναι πάντα δύσκολος για έναν ηθοποιό, αλλά αυτό που είχε ως απαίτηση η Σέρρα, είναι ακόμα πιο δύσκολο. Ο λόγος για παράδειγμα, είναι πολύ λογοτεχνικός, λέμε λέξεις στην παράσταση που έχουν χαθεί από το περιορισμένο μας λεξιλόγιο. Οι δυσκολίες και οι ομορφιές αποκαλύφθηκαν στην συνέχεια…

– Ξεκινάς λοιπόν την πρώτη πρόβα, κάνετε πρώτη ανάγνωση, τι ένιωσες εκείνη τη στιγμή;

Εκεί δεν το θυμάμαι ακριβώς, αλλά μπορώ να σου πω ότι στην ανάγνωση κάναμε ανάλυση με τον Σωτήρη Χατζάκη, τον σκηνοθέτη, είχαμε χωρίσει τον μονόλογο σε ενότητες και θυμάμαι να μη μπορώ να σταματήσω να κλαίω, κάτι που στην παράσταση δε μπορώ να το κάνω, ειδάλλως δε θα μπορώ να επικοινωνήσω το έργο. Στις πρόβες όμως, που κράτησαν 3 μήνες, είχα τη δυνατότητα να κάνω αυτή τη βουτιά. Θυμάμαι να έχω κόμπους σε πολλές σκηνές. Κι ακόμα έχω δηλαδή. Όταν, επομένως, ξεκινήσαμε να το στήνουμε, θυμάμαι την τεχνική δυσκολία και εκεί αντιλήφθηκα πια πόσο καλά πρέπει να είμαι σωματικά, υποκριτικά, ψυχολογικά, σε όλα τα επίπεδα και όλα αυτά να ενωθούν, να λειτουργούν αρμονικά.

– Όπως μου το περιγράφεις αυτό, αν ξεχάσω για τι μιλάμε και ποια είσαι, θα νομίσω πως μιλάμε για μια ταινία στο Χόλιγουντ και για το λεγόμενο method acting που έκανες. Το οποίο δεν ξέρω πόσο συχνά το έχεις συναντήσει. Στα 24 χρόνια καριέρας, υπάρχει κάτι παρόμοιο με τη Σέρρα, σε επίπεδο απαιτήσεων;

Όχι. Και δεν ξέρω αν θα βρεθεί και στο μέλλον. Αλλά, ας πούμε ότι είμαι βέβαιη, πως όταν κάποια στιγμή σταματήσω να εργάζομαι ως ηθοποιός, θα είναι ένα κομβικό σημείο στην καριέρα και τη ζωή μου.

– Αυτό που λες για όταν σταματήσεις, είναι ένα κλείσιμο ματιού προς τη μετάβαση από το προσκήνιο στο παρασκήνιο, από την υποκριτική στη σκηνοθεσία;

Η αλήθεια είναι πως αγάπησα πολύ τη σκηνοθεσία όταν έκανα παραστάσεις με τους μαθητές μου. Σκέφτομαι πολλές φορές τα έργα με σκηνοθετική ματιά όταν τα διαβάζω. Αλλά δεν το λέω με αυτό στο νου. Εννοώ ότι μπορεί στο μέλλον να μου τη βαρέσει και να θέλω να κάνω κάτι άλλο ή ότι λόγω ηλικίας θα είναι δύσκολο να μπορώ να αντεπεξέλθω. Τη σκηνοθεσία την έχω ερωτευτεί, δεν ξέρω αν θα κάνω κάτι.

– Το έργο αυτό πάντως, σίγουρα θα ενίσχυσε τον έρωτα αυτό. Εδώ εγώ που είμαι άσχετος και βλέποντάς το, σκεφτόμουν ότι το σκηνοθετώ.

Ναι, αυτό το έργο μου άνοιξε διαδρομές, μου τις άνοιξε ο Χατζάκης με τον τρόπο που δουλέψαμε. Μου ανοίγει, νομίζω, με κάθε έργο. Και στην τηλεόραση οι ηθοποιοί επικοινωνούμε τις ιδέες μας για το στήσιμο μιας σκηνής. Δεν ξέρω ακόμα, θα δούμε. Νιώθω πάντως πως για να σκηνοθετήσω, θα πρέπει πρώτα να σπουδάσω κάπως, όχι να πω ξαφνικά μια μέρα «γεια σας, σκηνοθετώ». Στην Ελλάδα, οι περισσότεροι δεν είναι σπουδαγμένοι σκηνοθετές, έκαναν μια μέρα αυτή τη μετάβαση. Δεν το κρίνω. Απλώς εγώ θέλω να το σπουδάσω. Δεν είναι σκηνοθεσία μόνο αυτό που λέμε mise en place, πας εδώ δεξιά, εκεί αριστερά κτλ. Αυτό είναι το λιγότερο. Η σκηνοθεσία είναι πολλά άλλα που θέλω να τα ανακαλύψω.

– Υπάρχει κάτι στα 24 χρόνια που να το κυνήγησες πολύ και να μην έκατσε;

Όχι, γιατί δεν έχω κυνηγήσει κάτι πάρα πολύ. Δεν κυνηγώ τίποτα. Αλλά αν έλεγα τη λέξη αυτή, θα το εννοούσα ως ευχή, ως επιθυμία για ωραίες δουλειές. Έτσι είναι η διαδρομή μου.

– Τι κοιτάς πρώτα σε μια δουλειά;

Το κείμενο πρώτα, τους ανθρώπους που θα συνεργαστώ και φυσικά και τα οικονομικά. Δεν είναι πρώτα ή δεύτερα, αλλά σίγουρα παίζουν τον ρόλο τους. Αν όμως τα δύο πρώτα με εξιτάρουν πολύ, τα οικονομικά μου θα τα ρίξω. Το κείμενο όμως είναι το παν. Τα πρώτα χρόνια δεν ήμουν σε θέση να επιλέξω, ήμουν όμως αρκετά τυχερή στα κείμενα που είχα στα χέρια μου κάθε φορά.

«Εμένα με ενδιαφέρει να μη χάνω ούτε μία μέρα κι ας μην κάνω τίποτα, ας είμαι όλη μέρα στο σπίτι. Αλλά δε θέλω να ξεχνάω να εκτιμώ»

– Αναφέρεις την τύχη κι όσο μου μιλάς, σκέφτομαι κάνοντας μια γρήγορη αναδρομή σε όσα θυμάμαι από την καριέρα σου, ότι δεν βρίσκω κάτι για να σου πω «αυτό δεν το μετανιώνεις;». Είναι μόνο τύχη που δεν βρίσκω κάτι να σου πω ή βοήθησες κι εσύ σε αυτό;

Αν βοήθησα κάπως σε αυτό, ήταν σίγουρα εν αγνοία μου. Δεν ξέρω δηλαδή αν κάτι εγώ το έκανα ή απλά ήμουν τυχερή. Στα πρώτα δέκα χρόνια, που ήμουν πολύ ψαράκι – εξακολουθώ και είμαι κάπως – βρέθηκα τυχαία σε ωραίες δουλειές. Αυτό που εγώ επεδίωξα, είναι ότι πήγα σε κάστινγκ. Αλλά χωρίς να ξέρω. Οπότε, ήμουν τυχερή.

– Βλέποντας σήμερα αυτή την κατάσταση στις παραγωγές, με τέτοια πληθώρα, με την δίοδο του Netflix, τι σκέψεις κάνεις, πώς σε τοποθετείς σε αυτό;

Το  βλέπω ως ένα αισιόδοξο φαινόμενο. Γίνονται όντως πολλές δουλειές και το προτιμώ από το να γίνονται καθόλου δουλειές, όπως στην κρίση, γίνονται πολλές ωραίες δουλειές και μου αρέσει σαφώς ότι μπορεί να βρεθούν σε μια πλατφόρμα αυτού του μεγέθους. Εγώ κάνω τηλεόραση ουσιαστικά από το 2008, είμαι σε έναν σχετικά καλό ρυθμό ως προς τη συχνότητα με την οποία συμμετέχω σε τηλεοπτικές παραγωγές.

Δεν κάνω συνέχεια γιατί είναι πολύ κουραστικό αν έχω ταυτόχρονα παράσταση, ειδικά μια παράσταση όπως η Σέρρα, κοιτάζω κι εγώ όμως με προσμονή τις προτάσεις που μου γίνονται και μπαίνω στη διαδικασία να με σκεφτώ ως μέρος μιας σειράς που θα ξεφύγει από τα όρια της τηλεόρασης μας.

– Δεν υπάρχει, θεωρώ, δουλειά που όσο περισσότερο μένεις, να μη σου «σκοτώνει» το παιδί μέσα σου. Σε κάποιες φτάνεις να το ξαναβρείς. Αυτή η συνθήκη, σου το ζωντανεύει ξανά το παιδί;

Αυτό είναι ο νόμος της δουλειάς μας, γιατί κάθε χρόνο βρισκόμαστε σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Μόνο στο θέατρο, μια χρονιά θα παίξουμε σε δύο παραστάσεις, άρα δύο σκηνοθέτες, διαφορετικοί συντελεστές, δύο διαφορετικά περιβάλλοντα. Αυτό μας διατηρεί σε μια παιδικότητα. Εγώ ακόμα και στη Σέρρα, που είμαι στον 2ο χρόνο, δε βαριέμαι, προσπαθώ να ανακαλύπτω το παιδί μέσα μου.

Με τον ίδιο τρόπο θέλω να ανακαλύπτω κάθε μέρα τον ουρανό. Το συζητάω συνέχεια αυτό με φίλους μου εσχάτως. Δεν θεωρώ δεδομένο πως θα ξυπνάω κάθε μέρα και θα βλέπω τον ουρανό. Ούτε ότι βλέπω δυο μάτια απέναντι μου. Βλέπω μεγάλη συνάφεια της επαναληπτικότητας του θεάτρου με τον ρυθμό της ζωής μας.

– Μέσα σε λίγες λέξεις μου έφερες μπροστά στα μάτια μου μια φιλοσοφία ζωής σπάνια, θαρρώ. Το συναντάς αυτό στους γύρω σου; Γιατί μου δίνεις την αίσθηση πως νιώθεις ότι είσαι μια ύπαρξη άλλης εποχής. 

Όχι, δεν το συναντώ εύκολα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρχει. Κάπου «είδα» και συνεσθάνθηκα αυτή τη φιλοσοφία, είτε ολόκληρη είτε σε κομμάτια διάσπαρτη που τα πήρα και τα ένωσα σε μένα. Κι εγώ το λέω, αλλά δεν είμαι κάθε μέρα πιστή σε αυτή τη φιλοσοφία. Η ζωή κάποιες μέρες το κάνει πιο δύσκολο. Αλλά έχω την αντίληψη πως αυτή είναι η πορεία μου, επενδύω σε αυτή, εκτιμώ κάθε μέρα ότι ξυπνάω, βλέπω τον ουρανό, τα φυτά μου…Δεν το βλέπω συχνά, αλλά είμαι ευγνώμων γιατί κάποιος μου άνοιξε τα μάτια.

– Αυτή την αίσθηση του μη ανήκειν στην εποχή πάντως, νομίζω πως η τωρινή εποχή την ενισχύει. Και δεν πιστεύω ότι είναι ζήτημα δυσκολιών, γιατί πριν 10-15 χρόνια που υπήρχε η κατάρρευση, δεν ήταν τόσο έντονη. Ίσως και να είναι μόνο στο κεφάλι μου…

Ξέρεις τι; Να δούμε λίγο τι είναι αυτή η εποχή. Πολλά μπορούμε να πούμε, ανάλογα και ποια είναι η θέση του καθενός μας. Σίγουρα, μπορούμε να συμφωνήσουμε πως είναι μια εποχή μαζικότητας, μιας μαζικής νοοτροπίας, ωχαδερφισμού κτλ. Δεν ξέρω από πού προέρχεται, δεν θέλω να πω βαρύγδουπες κουβέντες, αλλά εμένα με ενδιαφέρει να μη χάνω ούτε μία μέρα κι ας μην κάνω τίποτα, ας είμαι όλη μέρα στο σπίτι. Αλλά δε θέλω να ξεχνάω να εκτιμώ. Γι’ αυτό και θα σε αγκαλιάσω πιο θερμά, θα χαρώ που έχουμε μιλήσει, θέλει αντίσταση για να μην περάσει η ζωή μας. Θα ήθελα να μη φτάσω μεγάλη και να πονάω για τις μέρες που άφησα να περάσουν.

Επαναλαμβάνω, αυτά δεν τα λέω έχοντας κατακτήσει κάτι, πορεία είναι όλα. Μου ξεφεύγουν στιγμές ή μέρες, αλλά έχω στο νου μου να αντιστέκομαι και να χαίρομαι, ακόμα και στα δύσκολα. Ο καθένας στη ζωή του έχει τα δικά του. Αλλά δε μπορώ να μην είμαι ευγνώμων που είμαι ηθοποιός. Αυτό ονειρεύτηκα. Πάντα θα υπάρχουν ζητήματα προς διόρθωση και καλυτέρευση, αλλά στην ουσία του πράγματος, είμαι ευγνώμων.

– Πάνω σε αυτό που είπες για τη μαζικότητα, κι εγώ ως δημοσιογράφος, αλλά κι εσύ ως ηθοποιός, είμαστε μέρος αυτής της μαζικότητας στην προσφορά και τη ζήτηση. Και ενεργητικά και παθητικά. Είμαι δημοσιογράφος σε μια ιστοσελίδα από τις χιλιάδες και ζητάω κάποιος να με διαβάσει. Όταν ψάχνω πώς θα διασκεδάσω, έχω άπειρες επιλογές. Όταν ψάχνω τι να παραγγείλω, περνάω μία ώρα για να βρω τι θα παραγγείλω και 10 λεπτά για να το φάω. Εσύ ως ηθοποιός είσαι σε μια παράσταση από τις 200-300 που βγαίνουν κάθε χρόνο. Οπότε, θέλω να σε ρωτήσω αν όλη αυτή η υπερπληθώρα, η μάζα των πάντων, σε «πνίγει», σε αδρανοποιεί.

Αυτό είναι μεν υπερπροσφορά, αλλά έχει ένα ενδιαφέρον γιατί έχεις τόσα να επιλέξεις. Το προβληματικό εδώ είναι ότι όλο αυτό μας κάνει να χαζεύουμε. Εγώ, που θεωρώ εαυτόν στον μέσο όρο, θα μπω στα social, θα βάλω τηλεόραση και νιώθω ότι χαζεύω. Εμένα μου αρέσει που υπάρχουν 200-300 παραστάσεις, που υπάρχουν τόσα μπαρ, τόσα μέρη να φας.

– Υπάρχει όμως και μια ισοπέδωση του καλού. Δηλαδή είναι πια όλα τόσο καλά, που καταντάνε να μην είναι καλά, γιατί δεν υπάρχει το κακό για να διακρίνεις ποιο είναι το καλό. Και γι’ αυτό καταλήγουμε να χαιρόμαστε περισσότερο με τη χαζομάρα, να χαζεύουμε, που λες, και να το απολαμβάνουμε. Σου συμβαίνει αυτό;

Δεν το έχω εντοπίσει, αλλά καταλαβαίνω τι εννοείς και όπως το εξηγείς, μου έρχεται το εξής. Εγώ τα τελευταία χρόνια πηγαίνω σταθερά σε εάν αγαπημένο μου και αποκρυσμένο νησί. Εκεί δεν έχεις πολλές επιλογές. Δύο καφενεία, τρία μεζεδοπωλεία και τέλος. Εκεί όμως, είτε μόνος είτε όχι, θα κάτσεις και θα κάνεις παρέα με το χωριό. Θα πιείς έναν καφέ με τους λίγους κατοίκους. Κι αν θες να απομονωθείς, θα τη βρεις τη γωνιά σου. Εμένα μου αρέσει πολύ αυτό, ότι δεν χρειάζεται να καταστρώσω κάποιο πλάνο για το τι θα κάνω. Αλλά γι’ αυτό το λέμε καλοκαίρι, γι’ αυτό το αγαπάμε, γιατί έρχεται να σπάσει τη νόρμα των 9 μηνών που πρέπει να οργανώσουμε την ημέρα μας. Αυτό δεν το ‘χω ζήσει ούτε στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου κατάγομαι. Στο χωριό μου έξω από τη Θεσσαλονίκη το έζησα. Και το αποζητώ τα καλοκαίρια.

– Η αφαίρεση των επιλογών είναι ευλογία.

Είναι ευλογία, ναι. Είμαστε και σε μια πόλη, την Αθήνα, που είναι πολύ άγρια. Έχει αυτή την τεράστια ιστορία και την περπατάμε με αδιαφορία. Μου έλεγε πρόσφατα μια συνάδελφος που είχε έρθει να δει την παράσταση, «έχεις καταλάβει σε τι χώματα και δρόμους πατάμε;». Δεν τα σκεφτόμαστε αυτά. Τα θεωρούμε δεδομένα. Είναι δεδομένο ότι έχουμε την Ακρόπολη. Σου έχει συμβεί να περπατάς στην Αθήνα, να έχεις το βλέμμα στα καθημερινά, τα επίγεια, να σηκώσεις το βλέμμα, να δεις τον Παρθενώνα και να πεις «ρε φίλε, πού ζω;»;

– Από μόνο του όχι. Αλλά έρχεται η τέχνη να μου το υπενθυμίσει. Τώρα θα σου πω κάτι που θα γελάσεις. Επειδή είμαι ανοιχτός στη «χαζομάρα», υπάρχει ένας στίχος σε ένα τραγούδι της Κωνσταντίνας που λέει ότι οι φωνές αντηχούν στους αιώνες. Και όταν βρίσκομαι σε ένα μέρος, κάποιες φορές θα σκεφτώ ότι εδώ που μιλάω, έχουν μιλήσει χιλιάδες ή και εκατομμύρια στο παρελθόν της ύπαρξης. Και σε 200 χρόνια, κάποιος θα είναι εδώ και θα σκέφτεται πόσοι μίλησαν πριν από αυτόν και θα είμαι κι εγώ εκεί σε αυτό το πλήθος.

Αυτό που περιγράφεις, είναι μαγικό. Κι εγώ είχα με κάπως παρόμοιο τρόπο αυτή τη σκέψη όταν πήγα το καλοκαίρι στον Πόντο. Επειδή η παράσταση έχει να κάνει με τη Γενοκτονία, όταν ήμουν εκεί, έκανα εικόνες στο μυαλό μου για το πώς έγινε η Γενοκτονία, αλλά και για την αρμονική συνύπαρξη πριν ή και μετά.

«Αν μπορούσα να μιλήσω για την εποχή μας με μια λέξη, είναι ο διχασμός. Παντού βλέπεις ανθρώπους να παίρνουν στρατόπεδα για το ποιος είναι ο καλύτερος»

– Έτσι όπως μου απάντησες, συνειδητοποιώ ότι η παράσταση σου δεν είναι μια οιμωγή για τη Γενοκτονία, αλλά μια ιστορία για το πριν και το μετά της, για τις ζωές των ανθρώπων. Αποτύπωσες μια καθημερινότητα, έγινες μια μηχανή του χρόνου και με ταξίδεψες στο παρελθόν. Κι αυτό με συγκίνησε. Αποδίδεις την ζωή. Και το τονίζω γιατί νιώθω πως παρακολλήσαμε στη μιζέρια.

Υπάρχει αυτό στην ανθρώπινη φύση, δεν ξέρω αν έχουμε πάθει μια εμμονή να είμαστε μονίμως τα θύματα μιας τραγωδίας. Ως προς την παράσταση, ο Καλπούζος που έχει γράψει το έργο, δεν το έχει χαρακτηρίσει ιστορικό. Το έχει χαρακτηρίσει κοινωνικό μυθιστόρημα. Πήρε αυτός ο μαέστρος της μυθιστορίας μια ερωτική ιστορία, μια διπλή ερωτική ιστορία και μέσα από αυτήν αποτυπώνει μια εποχή.

Το έργο είναι κοινωνικό και ανθρώπινο, όχι ιστορικό μόνο. Πρόσφατα σκεφτόμουν πολύ αυτό που θα σου πω. Μιλάμε για αυτούς τους δύο έρωτες, του Γαληνού με την Ταλίν και του Γαληνού με τη Φιλάνθη. Σε πόσους πολέμους ανά τον κόσμο, πόσοι άνθρωποι ερωτευμένοι διαμόρφωσαν την πορεία του πολέμου; Πόσοι έρωτες διαλύθηκαν σε έναν πόλεμο; Πόσοι μείνανε ζωντανοί για να συναντήσουν στην άλλη άκρη του κόσμου τον έρωτά τους; Μπορεί να ήθελαν να παραδοθούν στη φρίκη, αλλά η σκέψη ενός ανθρώπου, τους γέμισε μαχητικότητα και έβαλαν στόχο να ζήσουν.

Σκέψου έναν άνθρωπο που είναι τώρα στη Γάζα και που το ταίρι του έχει βρεθεί στη Γερμανία, για παράδειγμα. Και να μην τον ενδιαφέρει η ζωή του, αλλά να θέλει να επιβιώσει για να τον βρει. Ο έρωτας και η αγάπη μας κρατάνε ζωντανούς. Κι αυτό είναι ο κοινός τόπος της ανθρωπότητας.

Ναι, αυτό είναι η παράσταση. Δεν χρειάζεται αυτή η παράσταση να επιβεβαιώσει ότι έγινε μια Γενοκτονία. Αλλά η τέχνη έρχεται να μιλήσει για το πώς μένουν ζωντανές οι αξίες, η ανθρωπιά, η συγχώρεση. Αλλά και η απανθρωπιά, η βία. Για να πούμε στο τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι. Όχι ίδιοι, αλλά ίσοι. Γι’ αυτό και στο τέλος λέει ο Γαληνός ότι δεν τον νοιάζει από πού κατάγεται ο καθένας. Λέει στον γιο του «παντού βρίσκει κανείς ανθρώπους…σε κανέναν τόπο δε φυτρώνουν μόνο λουλούδια ή αγκάθια». Κι έτσι είναι. Οι Ελληνοπόντιοι ζούσαν κατά κύριο λόγο ειρηνικά με τους Τουρκοπόντιους.

– Τελικά, ενώ συνυπάρχουμε μια χαρά με τους «απέναντι», βρισκόμαστε κάποια στιγμή να θέλουμε να τους σκοτώσουμε και να μας σκοτώσουν, γιατί κάποιος μας έπεισε ότι είμαστε «απέναντι».

Οι πολιτικοί των κρατών είναι αυτός ο κάποιος.

– Ναι. Αλλά το λέμε πολλές φορές αυτό λες και οι πολιτικοί είναι εξελιγμένα όντα, ρομπότ, μη άνθρωποι. Από εμάς προέρχονται όμως κι αυτοί. Πώς γίνεται κάποιος από άνθρωπος, πολιτικός;

Έλα ντε…Πώς γίνεται έναν χρόνο μετά τα Τέμπη να μην υπάρχει ανάληψη ευθύνης. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν παιδιά; Δεν έχουν τη δική μας αίσθηση ευθύνης; Η εξουσία είναι ένας λόγος που διαφθείρονται οι άνθρωποι.

– Σε φοβίζει το τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι λόγω της εξουσίας; Ή το τι μπορεί να γίνεις εσύ αν βρεθείς σε θέση επιβολής;

Δε με φοβίζει, αλλά έχω το νου μου μεγαλώνοντας, χωρίς να θέλω ποτέ να διεκδικήσω επιβολή και εξουσία, να μη γίνω ποτέ αγρίμι. Δεν ξέρω κι αν όλοι αυτοί για τους οποίους μιλάμε, έγιναν αυτό που έγιναν γιατί τους άρεσε, ή γιατί ξεκίνησε να συμβαίνει, δεν το πήραν χαμπάρι και μετά ήταν πια πολύ αργά να το σταματήσουν, αν η λαγνεία για τη θέση τους τύφλωσε. Οπότε, σκέφτομαι τι ωραίο που θα ήταν αν αποφασίζαμε όλοι μας από αύριο να είμαστε άνθρωποι. Να είμαστε ευγενείς, να είμαστε έντιμοι, χωρίς να πρέπει να αγαπήσουμε με το ζόρι κανέναν. Αυτό είναι άλλο κομμάτι. Αλλά να είμαστε άνθρωποι.

Αν μπορούσα να μιλήσω για την εποχή μας με μια λέξη, είναι ο διχασμός. Παντού βλέπεις ανθρώπους να παίρνουν στρατόπεδα για το ποιος είναι ο καλύτερος. Ας μην κάνουμε κανέναν αγώνα για να είμαστε καλύτεροι από τον άλλον, ας μη θέλουμε να είμαστε όλοι «πιο» σε σχέση με άλλους. Σε αυτό που με ρώτησες λοιπόν, η έννοια μου είναι να είμαι καλύτερος άνθρωπος κάθε μέρα, να μη γίνομαι καχύποπτη, να μην περνάει κάποιος και τον σχολιάζω.

– Νομίζω ξαναγυρνάμε σε αυτό που λέγαμε για την εποχή. Είναι η εποχή της καχυποψίας. Σε ζητήματα όπως για τον γάμο των γκέι, και οι δύο πλευρές περιμένουν τι θα πει κάποιος για να βρουν την παραμικρή αφορμή να τον κατατάξουν ως δικό τους ή εχθρό. Δεν πάμε δηλαδή να έχουμε ισότητα δικαιωμάτων, πάμε να καταπιέσουμε ο ένας τον άλλον για το τι θα θέλει στη δική του ζωή.

Οι Άγγλοι λένε «get a life». Εγώ πάντα λέω να κοιτάζουμε πρώτα το σπιτικό μας, την αυλή μας, τα σκουπίδια μας, το πώς να μην επιβαρύνουμε τον διπλανό μας και κάθε άλλη ύπαρξη και μετά βλέπουμε και τα υπόλοιπα. Δεν πέφτει λόγος σε κανέναν για το τι θα φορέσει ο άλλος, πόσα κιλά είναι και όλα αυτά. Έτσι γουστάρει ο τάδε κι έχει πράσινα μαλλιά. Φθονούμε τον απέναντι, δεν αγαπάμε τους εαυτούς μας. Κι επειδή δεν τον αγαπάμε, θεωρούμε τον οποιονδήποτε άλλο ως ανώτερό μας και επειδή νιώθουμε μειονεκτικά, θέλουμε να του ρίξουμε μια πέτρα για να πέσει.

«Όπως μας επιτρέπεται να εκφράζουμε την αγάπη και τον θαυμασμό μας, πρέπει να μπορούμε να εκφράσουμε και τον θυμό μας. Αν οι σχέσεις δεν είναι ειλικρινείς, δεν καταλήγουν πουθενά»

– Αν κοιτάξεις στο τζάμι εδώ που καθόμαστε κι εμφανιστούν οι αντανακλάσεις μιας Χρύσας του παρελθόντος, θεωρείς πως θα αναγνωρίσουν ότι έγινες καλύτερη από αυτές; Θα τις ικανοποιήσεις;

Νομίζω ότι είμαι σε καλό δρόμο. Τώρα τελευταία κοιτάζω φωτογραφίες από τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια και νιώθω χαρούμενη και περήφανη για τον εαυτό μου, πολύ. Δε σταματάει αυτό γιατί εγώ δεν εφησυχάζω και ποτέ. Θέλω όλο και περισσότερο να πηγαίνω παρακάτω. Θα σου πω ότι οι αντανακλάσεις θα μου χαμογελάσουν και θα τους χαμογελάσω κι εγώ βλέποντας το ποια ήμουν και ποια είμαι.

– Σε κάποιες περιπτώσεις, έχεις κληθεί να υποδυθείς ρόλους που απείχες από αυτούς ως χαρακτήρας και είχαν στοιχεία που τα απεχθανόμαστε στους άλλους ανθρώπους, όπως στα Μυστικά Της Εδέμ.

Ήταν ο πρώτος μου πρωταγωνιστικός ρόλος. Να, πριν που σου έλεγα για τύχη, εννοούσα και αυτή τη σειρά. Τι ήξερα τότε όταν πήγα για δοκιμαστικό για τον ρόλο της Μελίτας; Μόνο ότι τη γράφουν οι Ακρίτα-Κυρίτσης κι ότι οι σκηνοθέτες είχαν κάνει κι άλλες δουλειές. Δεν είχα τότε ούτε τη γνώση και το νου να κατανοήσω και να εκτιμήσω κάποια πράγματα. Στην Αθήνα δε, ζούσα μόλις 2-3 χρόνια.

Με τη Μελίτα είχα τεράστια απόσταση. Αλλά αυτό συμβαίνει και με όλους τους ρόλους. Κάποιοι ρόλοι έχουν μέσα τους τα πάντα, οπότε κάτι θα βρω και από μένα. Στα Μυστικά που λες, ήμουν πολύ νέα, δεν ήξερα σχεδόν τίποτα από τηλεόραση. Και στη μελέτη μου πάνω στον ρόλο, υπήρχαν φορές που δυσκολευόμουν να τον συναντήσω. Αλλά είχα πολλή βοήθεια από συναδέλφους και τους σκηνοθέτες. Και με έναν τρόπο, εκεί πήγαινα με το ένστικτο. Τώρα έχω και το ένστικτο και την εμπειρία.

– Η συναισθηματική κατάσταση της εκάστοτε περιόδου, τυχαίνει να συμβαδίζει με αυτό που βιώνει ο ρόλος που καλείσαι να υποδυθείς; Κάποιος μου είχε πει ότι του τυχαίνει να του έρχονται ρόλοι με στοιχεία που τα έχει ανάγκη εκείνη τη στιγμή.

Εμένα κάτι τέτοιο συνήθως με μπλοκάρει. Το να επιχειρήσω να συνδέσω τον ρόλο με ένα βίωμα για να γεννήσω μια κατάσταση, ένα συναίσθημα. Όποτε το έχω δοκιμάσει, κομπλάρω. Εμένα αυτό που έχω καταλήξει ότι με βοηθάει ως τεχνική, είναι να αφαιρώ οτιδήποτε με αφορά και να κάνω μια τεράστια βουτιά στο συναίσθημα του ρόλου.

Θέλω όμως να σου πω ότι όπως έκανες την ερώτηση στην αρχή, κατάλαβα κάτι άλλο. Και θέλω να σου απαντήσω και σε αυτό που κατάλαβα. Με τη Σέρρα, όταν μου εμφανίστηκε, ευχόμουν να μου έρθει ένα έργο τόσο δυνατό και να μπορέσω μέσω της τέχνης να μιλήσω για αυτές τις αξίες και τα διλήμματα. Και να μου έρθει και κάτι τόσο δύσκολο υποκριτικά σε στιγμή που θα μπορέσω να το υποστηρίξω. Αν έκανα δηλαδή τη Σέρρα πριν 10 χρόνια, δε θα μπορούσα να την κάνω.

Και τώρα που μου ήρθε, δεν είπα μέσα μου «α, εντάξει το έχω». Αλλά ήξερα τι πρέπει να κάνω για να το προσεγγίσω. Και είναι μια δουλειά που δεν σταματάει ποτέ.

– Έχει τύχει να έζησες συναισθηματικά κάτι πολύ έντονο για τις ανάγκες ενός ρόλου, που να μην το είχες ζήσει στη ζωή σου, και όταν σου ήρθε και στη ζωή σου, να μην το έζησες όπως θα το ήθελες;

Μεγάλη κουβέντα άνοιξες τώρα. Μεγάλη γιατί θέλει πολλή σκέψη. Δεν μπορώ να στο απαντήσω εδώ, τώρα. Θα σου πω όμως ότι οι ερωτικές καταστάσεις που έχω συναντήσει υποκριτικά, είναι πιο ωραιοποιημένες σε σχέση με τη ζωή. Καλώς είναι έτσι, γιατί παραμύθι χρειάζεται. Θα έλεγα επομένως ότι η πορεία μιας ερωτικής ιστορίας που έχω συμμετάσχει σε μια σειρά, δεν έχει γίνει έτσι, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Μου αρέσει όμως που υπάρχει στις σειρές αυτός ο ρομαντισμός.

– Τόση ώρα που μιλάμε, μου δίνεις την εντύπωση ότι είσαι πολύ ανοιχτή. Συνήθως μου λένε ότι για να νιώσουν κάποιον φίλο τους, πρέπει να περάσει πολύς καιρός. Εσύ μου δίνεις την εντύπωση ότι είσαι με τις πόρτες ορθάνοιχτες. Αυτό φαίνεται στην πρώτη σου επαφή, ότι επιθυμείς τη συναναστροφή και το δέσιμο.

Η βάση μου είναι αυτή που περιγράφεις. Ανέκαθεν έτσι με θυμάμαι. Είχα και τις περιόδους που ήμουν φοβισμένη, και περιόδους που ήμουν «ελάτε όλοι». Ο πυρήνας μου είναι να είμαι δεκτική με τους ανθρώπους εξ αρχής. Δε σημαίνει ότι θα ανοιχτώ εύκολα, αλλά δεν περιμένω και να ανεβούμε μαζί ένα βουνό. Όπως σου είπα και πριν, δε θέλω να γίνω αγρίμι. Βλέπω γύρω μου αγρίμια και δε μου αρέσει να είμαι αυτό. Θέλω να κοιτάζω τον κόσμο στα μάτια έχοντας τη σιγουριά για τον εαυτό μου. Πάντα σε κάθε σχέση έχω κάτι να μάθω, κάτι να ανακαλύψω.

– Αυτή τη ρομαντική προσέγγιση που έχεις στα πράγματα, στη σκότωσε ποτέ η πραγματικότητα, μια κατάσταση, κάτι τέλος πάντων; Έγινες κυνική ποτέ;

Με ρωτάς αν έχω απογοητευτεί; Πολλές φορές. Κι όχι μόνο από τις ερωτικές σχέσεις. Αλλά δεν θέλησα ποτέ να φρενάρω αυτή μου την επιλογή και ανάγκη. Αυτό που επέλεξα να αλλάξω δεν ήταν ο ρομαντισμός, αλλά την δική μου αντίδραση στην απογοήτευση. Τώρα πια, έχω καταφέρει να μη με διαλύει, να μη με ταλαιπωρεί, να το αναλύω και να κατανοώ πως κάποιες φορές είναι αναπόφευκτο. Κάποιοι άνθρωποι στη ζωή θα μας απογοητεύσουν, κάποιους θα απογοητεύσουμε εμείς. Θέλω όμως να είμαι πάντα ανοιχτή στους ανθρώπους. Με τα χρόνια δυνάμωσα. Πιο μικρή, απογοητευόμουν πολύ, στενοχωριόμουν περισσότερο. Κι αν με απογοητεύσουν 5 άνθρωποι, άλλοι 5 δε θα με απογοητεύσουν.

Κι έτσι καταφέρνω δίπλα στους φίλους δεκαετιών, να έχω και νέους φίλους. Και με τους πολύ παλιούς, εννοείται πως περάσαμε και φάσεις που νιώσαμε απογοήτευση, που ίσως να χαθήκαμε για κάποιο διάστημα. Ή να εκφράσαμε την απογοήτευση και αυτό να μας πήγε παρακάτω. Αν κάτι μπορώ να σου πω, είναι ότι πια οι δεσμοί γίνονται πιο γρήγορα τώρα. Γιατί η εμπειρία σου επιτρέπει να ξέρεις τη διαδικασία, αλλά και το να μπορείς να μιλάς με ευθύτητα στον άλλον για να το εξελίσσετε μαζί. Δεν είναι κακό να πούμε στον άλλον ότι κάτι μας ενόχλησε και να το εκφράσουμε ακόμα και απότομα. Δεν πρέπει να καταπιέζουμε την ανάγκη μας να είμαστε ανοιχτοί με τους ανθρώπους μας.

Πρέπει και να μας ακούμε και να ακούσουμε όμως. Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Όπως μας επιτρέπεται να εκφράζουμε την αγάπη και τον θαυμασμό μας, πρέπει να μπορούμε να εκφράσουμε και τον θυμό μας. Αν οι σχέσεις δεν είναι ειλικρινείς, δεν καταλήγουν πουθενά.

– Όπως μου το απαντάς αυτό, μου κάνεις για άνθρωπο που δεν καταπιάνεται με τα μαθηματικά των σχέσεων, να λες δηλαδή «έδωσα 4, πήρα 2, άρα θα απαιτήσω άλλα 2»…

Παλιά, το έκανα. Ίσως να μην το είπα όπως το λες, αλλά θυμάμαι να το νιώθω. Θέλω να πιστεύω ότι έχω βελτιωθεί σε αυτό. Δε με ενδιαφέρει το ζύγι στις σχέσεις.

«Τα καλοκαίρια της παιδικής μου ζωής, θυμάμαι να παίζω στο χωριό όλη μέρα μπάλα με τα αγόρια και τα κορίτσια που ήταν εκεί»

– Όταν πρωτοήρθες στην Αθήνα, ήξερες κανέναν εδώ;

Είχα έναν οικογενειακό φίλο, τον Κώστα. Τίποτε άλλο.

– Άρα ήσουν μια Χρύσα μόνη σε μια μεγάλη πόλη. Είναι αυτό το μεγαλύτερό σου επίτευγμα;

Νομίζω ναι. Είναι σημαντικό για εμένα ότι ονειρεύτηκα κάτι ως παιδί, καιγόταν το μέσα μου για να γίνω ηθοποιός και είπα θα φύγω να το κάνω. Και το είπα σε μια οικογένεια που δεν ήταν τόσο δεκτική. Και κατέβηκα στην Αθήνα γιατί ήταν τόσο έντονη η επιθυμία μου που ήρθα και το έκανα. Δεν ξέρω αν είναι επίτευγμα. Είναι πραγματοποίηση των ονείρων.

– Σου ακούγεται βαριά ως λέξη το επίτευγμα;

Έχει ένα βάρος, ένα μέγεθος. Μου έχει μια εσάνς μέσα ότι κάπως σαν να δεινοπάθησα. Δεν θεωρώ πως δεινοπάθησα. Προφανώς, πέρασα δύσκολες στιγμές, αλλά η επίγευση είναι πολύ ωραία.

– Σε επιβραβεύεις;

Είμαι τα τελευταία χρόνια σε μια διαδικασία εκμάθησης για να λέω μπράβο στο μέσα μου και να το εννοώ. Να μην είναι λόγια στον αέρα, αλλά να δονείται η ψυχούλα μου. Δεν το έχουμε μάθει αυτό ρε γαμώτο. Το λέμε στον απέναντι πιο εύκολα.

– Αυτό που είπες για την αντίθεση των γονιών σου να γίνεις ηθοποιός, ήταν κάτι ήπιο ή βαθιά συγκρουσιακό ώστε να γίνει τραύμα;

Ήταν συγκρουσιακό για πολλά χρόνια.

– Πότε έπαψε να είναι τραύμα;

Αν έπαψε να είναι τραύμα δεν μπορώ να στο πω με σιγουριά. Μπορώ να σου πω ότι είναι μια κατάσταση που έχει μαλακώσει. Σίγουρα το τραύμα δεν πονάει πια. Είναι μια δεκαετία τώρα που μαλάκωσε. Αυτό σημαίνει πως προηγήθηκε μια δεκαετία που δεν ήταν αποδεκτό, δεν ήταν στα πλαίσια των ονείρων τους για μένα. Εκείνη την εποχή οι γονείς ήθελαν να βάλουν τα παιδιά τους στο δημόσιο, να βολευτούν. Εμένα η δουλειά μου μόνο βόλεμα δεν είναι. Γενικώς. Και για την τέχνη αυτή καθαυτή, και για τη ζωή, για το πώς είμαι, πώς θα εξελιχθώ…Οι άνθρωποι τότε δεν ήξεραν κάτι παραπάνω. Και τώρα στα λέω αυτά από μια θέση ωριμότητας.

Οι γονείς μου ήξεραν τότε το μεροκάματο, την πολλή δουλειά και ήθελαν για τα παιδιά τους να μην υποφέρουν όπως αυτοί. Τώρα το εκτιμώ. Τότε όμως, που καιγόταν το μέσα μου, δε μπορούσα να τους κατανοήσω. Σκέψου, δεν είχαμε πάει ποτέ στο θέατρο. Μια φορά είχα πάει με το σχολείο.

– Πώς ήταν η Χρύσα Παπά των πολύ μικρών χρόνων της;

Από το δημοτικό ήμουν τσαπερδόνα, πολύ ομιλητική. Σκέψου οι γονείς μου είχαν ένα σούπερ μάρκετ κι εγώ μπήκα από 7 χρονών να δουλέψω εκεί γιατί μου άρεσε η ταμειακή μηχανή και το έβλεπα σαν παιχνίδι. Και δεν έλειψαν ποτέ λεφτά. Εκεί τα πήγα καλά με τα μαθηματικά. Εγώ δεν καταλάβαινα ότι βοηθούσα, για μένα ήταν παιχνίδι. Κάπου στο γυμνάσιο στρώθηκα στα μαθήματα και σιγά σιγά ήρθε και η επιθυμία να γίνω ηθοποιός. Εκεί κλείδωσαν όλα μέσα μου. Παρόλο που διάβαζα, πήγαινα φροντιστήρια με στόχο τις Πανελλαδικές, παρόλο που μπήκα στο πανεπιστήμιο και το τελείωσα, η φλόγα μου βρισκόταν αλλού. Και πήγα ταυτόχρονα σε δραματική σχολή.

– Πώς περνούσες τον χρόνο σου τότε εκτός σχολείου; 

Συνήθως θα πήγαινα σε κάποια φίλη μου να διαβάσουμε, αλλά όχι τίποτα σπουδαίο, τότε δεν ήταν τα πράγματα έτσι. Οι γονείς δε μας άφηναν τότε. Δραστηριότητες δε θυμάμαι να έκανα στο γυμνάσιο και το λύκειο. Μόνο στο δημοτικό. Ήταν πολύ αυστηροί και συντηρητικοί οι γονείς μου. Και φοβισμένοι για να μας αφήσουν με τον αδερφό μου να βγούμε. Έκανα ξένες γλώσσες πολύ τότε, θα ήθελα να είχα κάνει πιάνο, αλλά δεν έκανα.

– Ο αδερφός μικρότερος;

Ναι, τρία χρόνια.

– Άρα του τις έριχνες;

Εννοείται. Μέχρι ένα σημείο ψήλωσε και μου τις έριχνε αυτός. Δούναι και λαβείν (γέλια)!

– Όταν θυμάσαι το παρελθόν, συγκινείσαι εύκολα;

Ναι. Θυμάμαι βέβαια λίγα πράγματα από πιο μικρές ηλικίες, έχω μόνο κάτι φλασιές. Ευτυχώς έχω πολλά άλμπουμ και μου θυμίζουν οι φωτογραφίες όσα το μυαλό μου δε μπορεί να θυμηθεί. Τα καλοκαίρια μου είναι τα πιο έντονα στη μνήμη μου. Αυτό που κάναμε με τον αδερφό μου, ήταν να πηγαίνουμε στο χωριό της μαμάς μου, στους γονείς της, τον παππού και τη γιαγιά. Νέοι Επιβάτες λέγεται το χωριό ή αλλιώς Μπαχτσέ Τσιφλίκι.

– Και τι κάνατε εκεί τα καλοκαίρια;

Είχαν φτιάξει ο παππούς κι η γιαγιά μια παράγκα και ήμασταν εκεί όλη μέρα μαζί τους, τρώγαμε και κοιμόμασταν και πουλούσαμε την πραμάτεια τους έξω από την παράγκα. Εκεί έβγαινα και έπαιζα ποδόσφαιρο με τα κορίτσια και τα αγόρια της γειτονιάς. Με τον παππού και τη γιαγιά ήμουν ελεύθερη όλη μέρα. Κι η θάλασσα απείχε δύο λεπτά.

– Αυτές οι μνήμες αφεντεύουν τα όνειρά σου;

Νομίζω, ναι. Αν και δε θυμάμαι συχνά τα όνειρά μου, τον παππού και τη γιαγιά μου τους βλέπω πολύ συχνά και το θυμάμαι. Ήταν τόση η αγάπη που πήρα από αυτούς. Λέω τώρα στη μαμά μου που είναι γιαγιά στα παιδιά του αδερφού μου πόσο σημαντική φιγούρα είναι για τα εγγόνια της, έχει μια γλύκα που δεν τη βρίσκεις στον γονιό το να είσαι παππούς ή γιαγιά. Αυτές τις φιγούρες τις ονειρεύομαι στον ύπνο και τις αναπολώ στον ξύπνιο.

– Πόσοι άνθρωποι περνάνε από τις ζωές των ανθρώπων και χάνονται, ε;

Ναι, είναι τρομερό. Οι άνθρωποι αλλάζουν και δε χωράνε πια στις ζωές μας κι εμείς στις δικές τους. Δεν έχω ανθρώπους, ευτυχώς, εκτός των παππούδων, που να μην είναι στη ζωή μου γιατί πέθαναν. Όσοι δεν είναι, συνέβη γιατί έπρεπε να συμβεί. Αρκετές φορές, όταν φροντίζω τα φυτά μου ή όταν κάνω δουλειές, μου έρχονται στο νου στιγμές της ζωής μου με ανθρώπους που έχω να τους δω χρόνια και θα τύχει να τους πάρω τηλέφωνο για να πω ένα γεια. Δυο φίλες μου για παράδειγμα, που ήμασταν μαζί στα φοιτητικά χρόνια, η μία ζει στο Κιλκίς, η άλλη στην Ηγουμενίτσα, και δε συναντιόμαστε πια. Είναι όμως μέρος σε τόσο σημαντικά χρόνια της ζωής μου, οπότε τις σκέφτομαι συχνά και μιλάμε στο τηλέφωνο.

– Μου είπες κάπου στην αρχή για αυτό που ζείτε οι ηθοποιοί, να πάτε από τη μια δουλειά στην άλλη. Βιώνετε δηλαδή το ένα τέλος μετά το άλλο. Όπως το τέλος των σχέσεων που συζητάμε. Πώς το βιώνεις όλο αυτό;

Συνήθεια είναι. Στο ξεκίνημα έκλαιγα σε κάθε παράσταση που τελείωνε. Με το πέρας των ετών, έγινε μια γλυκιά στενοχώρια. Είναι ένας αποχαιρετισμός, μια ολοκλήρωση. Αυτή είναι η μία όψη. Έχει όμως και την όψη της ανασφάλειας. Που κι αυτό το συνηθίζεις. Να μην ξέρεις επαγγελματικά τι σου ξημερώνει, αν θα τα βγάλεις πέρα οικονομικά. Πολύ έντονο φινάλε ήταν στα Μυστικά Της Εδέμ. Τρία χρόνια περάσαμε μαζί, κλάψαμε στο τέλος αρκετά, κάναμε και πάρτυ αποχαιρετισμού…Είναι ανάμεικτο αυτό το συνεχές του τέλους.

– Τι φοβάσαι πολύ;

Όσο μεγαλώνω, εύχομαι και προσεύχομαι να ζω χωρίς φόβο. Έχω όμως ανησυχίες. Προσπαθώ να διώξω τον φόβο, αλλά ανησυχώ κάθε μέρα για τους ανθρώπους μου, αν είναι καλά. Προτιμώ όμως να μη φοβάμαι.

– Από έρωτα είσαι πλήρης;

Δεν ξέρω αν νιώθει ποτέ κανείς πλήρης από αυτό. Μπορώ να σου πω ότι έχω ζήσει έρωτες, τους έχω απολαύσει, τους έχω χαρεί, έχω απογοητευτεί σαφώς. Ο έρωτας είναι δύναμη ζωής.

– Σε κάθε στάδιο της ζωής μας ο έρωτας αποκτά μια διαφορετική διάσταση. Ας πούμε στη δική σου ηλικιακή φάση, συνήθως ο έρωτας αποκτά μια πιο ήρεμη διάσταση, γίνεται ασφάλεια, ηρεμία, χάνει λίγο το παράφορο.

Δεν ξέρω αν είναι τόσο πολύ ζήτημα ηλικιακής φάσης. Στα πιο νεανικά σου χρόνια, ο έρωτας είναι όπως έρθει. Μια στιγμή θα είναι παράφορος, μια άλλη λιγότερο. Μεγαλώνοντας εγώ δε θέλω να λείπει από τη ζωή μου το παράφορο. Μου αρέσει το παράφορο.

– Πες μου για την πρώτη φορά που ερωτεύτηκες.

Ήταν κάπου στο Λύκειο, κάτι πιο αθώο. Η πρώτη φορά όμως που το κατάλαβα, ήταν στα 19 μου, η πρώτη μου μεγάλη σχέση.

* Η Χρύσα Παπά εμφανίζεται στην παράσταση «Σέρρα, η Ψυχή του Πόντου» για λίγα ακόμα ΠΣΚ. Βρες πληροφορίες και εισιτήρια εδώ.

** Φωτογραφίες: Ισμήνη Βλασσοπούλου/Intime

***Ευχαριστούμε το υπέροχο και new entry μπαρ Εδώ (Edo) για τη φιλοξενία και την διάθεση του χώρου για φωτογράφιση και συνέντευξη. Τσέκαρε το εδώ.