Λίγοι άνθρωποι στην ιστορία του ελληνικού σινεμά μπορούν να καυχηθούν ότι διαθέτουν βιογραφικό ανάλογο εκείνου του Ντίνου Δημόπουλου. Σκηνοθέτης (κατά κύριο λόγο), σεναριογράφος, ηθοποιός (ανάμεσα σε άλλα) άφησε το σημάδι του στον χώρο, εντυπωσιάζοντας με την ευρύτατη γκάμα ταινιών που γύρισε, υπηρετώντας κατά καιρούς πολλά διαφορετικά είδη.
Γεννημένος στις 22 Αυγούστου 1921 στην Πάλαιρο της Αιτωλοακαρνανίας, βρέθηκε από παιδί στην Δραπετσώνα όπου από μικρός έγινε φίλος με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, με τον οποίο τους ένωναν πολλά πράγματα, με σημαντικότερο όλων την αγάπη τους για την υποκριτική. Δοκίμασε να μπει στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δεν τα κατάφερε, αλλά τελικά σπούδασε στη Δραματική Σχολή Γιαννούλη Σαραντίδη.
Ως ηθοποιός έκανε ντεμπούτο στην θεατρική παράσταση «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» το 1946 και η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε ο πρώτος ρόλος του στον κινηματογράφο να είναι ακριβώς ο ίδιος με εκείνον που είχε ενσαρκώσει στο σανίδι, στην ομώνυμη ταινία του Αλέκου Σακελλάριου δύο χρόνια αργότερα.
Το… πέρασμά του στην άλλη πλευρά της κάμερας έγινε χάρη στον Φιλοποιμένα Φίνο. Ο Δημόπουλος του παρουσίασε ένα σενάριο για μια ταινία που προοριζόταν για τον ήδη φτασμένο σκηνοθέτη, Γιώργο Τζαβέλλα. Ο Φίνος του πρότεινε να την γυρίσει εκείνος και κάπως έτσι το 1953 καταγράφεται η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του με το «Οι ουρανοί είναι δικοί μας». Έτσι εγκαινιάστηκε και η συνεργασία του με το κορυφαίο ελληνικό στούντιο, που ολοκληρώθηκε 25 χρόνια αργότερα, με το φιλμ «Οι βάσεις και η Βασούλα», στην παρθενική εμφάνιση της Νόρας Βαλσάμη στην μεγάλη οθόνη.
Η πολύ σπουδαία πορεία του φαίνεται από το γεγονός ότι μπόρεσε κατά την διάρκεια της καριέρας του να σκηνοθετήσει πολλά διαφορετικά είδη, δείχνοντας την ικανότητά του να ελίσσεται και να προσαρμόζεται στις ανάγκες της εποχής. Με περισσότερα από 40 έργα να φέρουν την υπογραφή του, οι περισσότεροι στέκονται στις συνεργασίες του με τα δύο μεγάλα ονόματα της εποχής. Την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη.
Με την πρώτη έκανε 9 ταινίες και με την δεύτερη άλλες 7, καθώς είχε τον τρόπο τους μαζί τους, όπως και σχεδόν με το σύνολο των ηθοποιών με τους οποίος δούλεψε. Είχε την φήμη του απαιτητικού σκηνοθέτη, καθώς έχοντας περάσει από πολλές θέσεις γνώριζε το πόσο πιστά έπρεπε να εφαρμόζεται το πρόγραμμα ώστε να είναι συνεπείς στους χρόνους, ειδικά σε μια εποχή που οι ταινίες γυρίζονταν η μία πίσω από την άλλη.
Επιβαλλόταν, όμως, όχι με φωνές και σκληρή πειθαρχία, αλλά με μια δεδομένη ευγένεια και επαγγελματισμό ο οποίος δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες.
Ειδικά με την Βουγιουκλάκη έγραψε ιστορία, αφού ήταν ο σκηνοθέτης στο ντεμπούτο της Εθνικής σταρ στην Φίνος Φιλμς, με την «Αστέρω», ενώ στη συνέχεια την καθοδήγησε σε μια σειρά από ταινίες διαφορετικού ύφους. Αναμφίβολα ξεχωρίζει η αισθηματική «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», που ήταν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία του με πάνω από 750.000 εισιτήρια, το μιούζικαλ «Μανταλένα» που ήταν το μοναδικό φιλμ για το οποίο βραβεύτηκε η Αλίκη. Απέσπασε τρία βραβεία στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης και προτάθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών! Την ίδια ώρα βέβαια έσπαγαν τα ταμεία και οι κωμωδίες του, όπου με την Τζένη Καρέζη γύρισε φιλμ όπως «Δεσποινίς διευθυντής», «Μια τρελή οικογένεια» και άλλες.
Φυσικά και με την Καρέζη δεν έμεινε αποκλειστικά σε αισθηματικές κομεντί και μεταξύ άλλων έβαλε την υπογραφή του στο «Λόλα», μια από τις σημαντικότερες δραματικές ταινίες του ελληνικού σινεμά, ενώ αναλόγου ύφους ήταν και τα «Κοινωνία ώρα μηδέν» και «Κατηγορώ τους ανθρώπους», πριν ακολουθήσουν και οι πολεμικές παραγωγές τύπου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» και «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά».
Θεωρείται εκ των πρωτοπόρων του νουάρ στην Ελλάδα, με πολλούς να στέκονται στο «Πυρετός στην άσφαλτο», αν και σήμερα ολοένα και περισσότεροι στέκονται στο «Ο άνθρωπος του τρένου», που θεωρείται ένα από τα πρώτα ελληνικά τέτοια φιλμ παράλληλα και μια από τις πιο υποτιμημένες ταινίες του. Εξίσου ή και ακόμη και πιο παραγκωνισμένο φιλμ του πάντως είναι δίχως αμφιβολία το «Αμόκ», μια άκρως προχωρημένη και σκληρή για την εποχή της παραγωγή που έκανε επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αλλά όπως έδειξαν και τα εισιτήρια, η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη ακόμη για «μια τολμηρή καταγγελία της αγριότητας του πολέμου, του ρατσισμού και της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας», όπως χαρακτηρίστηκε.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά ασχολείται κατά κύριο λόγο με το θέατρο σκηνοθετώντας έργα κλασικού ρεπερτορίου, ενώ αρχίζει να γράφει παιδικά βιβλία. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει το «Τα δελφινάκια του Αμβρακικού» το 1988 που μια πενταετία αργότερα το διασκεύασε σε ταινία που έμελε όχι μόνο να αποτελέσει το ρέκβιεμ του, αλλά έγινε και εκείνη που απέσπασε τα πιο πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και αυτά που έλαβε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βιέννης και το αντίστοιχο του Καΐρου.
Απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών στις 28 Φεβρουαρίου 2003 από καρδιακή προσβολή και ετάφη στην Ραφήνα.