Την άκουσα πρώτη φορά όταν είδα τον Ρήσσο της. Αργά. Αρκετά αργά. Όμως είχε γίνει η αρχή. Μετά ήρθε το Φάουστ. Μαγική παράσταση. Κινηματογραφικό έπος σε θεατρικά όρια. Τον περασμένο χειμώνα ήταν το 1984. Έργο κλασσικό, αλλά και διασκευασμένο σε μια πιο κυνική εκδοχή. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου δεν φτιάχνει παραστάσεις. Δημιουργεί έναν κόσμο εντονότατων εμπειριών. Και μόνο χαμένος δεν μπορείς να βγεις από κει. Αν βγεις.
Αυτή την περίοδο η Κατερίνα ετοιμάζει με πολύ πάθος και με μεγάλη αγωνία της πρώτη της παράσταση στην Επίδαυρο. Η Άλκηστη του Ευριπίδη είναι ένα έργο που όταν το διάβασε πρώτη φορά πριν χρόνια της εγκαθίδρυσε σκέψεις. Και όταν αποφάσισε να το τολμήσει, έβγαλε όλες τις σκέψεις πάνω στη σκηνή. Στις 28 και 29 Ιουλίου θα γεμίσει το αρχαίο θέατρο από ένα κοινό που στην προκειμένη δεν πάει μόνο για την Επίδαυρο. Πάει πολύ περισσότερο για εκείνη. Σε μια αρκετά φορτωμένη περίοδο μας έβαλε στο πρόγραμμα της και μιλήσαμε με αφορμή την παράσταση για μια σειρά από πράγματα που εκβάλλει και απορροφά η ζωή της.
Πρώτα απ΄όλα μια εισαγωγή για το τι είναι η Άλκηστη με την ερμηνεία που δίνει η Κατερίνα Ευαγγελάτου.
«Η Άλκηστη δεν είναι ένα έργο που διαβάζεται με έναν τρόπο. Η δική μας η ανάγνωση είναι κάθε άλλο παρά ρομαντική. Στην οπτική μας μας απασχολεί ο κοινωνικοπολιτικός περίγυρος που αναγκάζει την Άλκηστη να πάρει αυτή την απόφαση. Μας ενδιαφέρει το πρόσωπο του Άδμητου. Η τραγωδία λέγεται Άλκηστη, αλλά η Άλκηστη έχει ένα σύντομο επεισόδιο. Ο Άδμητος είναι ο κεντρικός άξονας του έργου. Μας απασχολεί πολύ η αντίδραση του Άδμητου στην πιθανότητα του πρόωρου θανάτου του και το γεγονός ότι δέχεται αυτό το μεγάλο προνόμιο που του παρέχει ο Απόλλωνας ως ανταπόδοση στην καλή φιλοξενία. Του δίνει την ευκαιρία να αποφύγει τον θάνατο, αν βρει κάποιον να πεθάνει οικειοθελώς στη θέση του. Από τη στιγμή που αποδέχεται αυτό το ντιλ, βρίσκεται στο κατώφλι ενός ηθικούς διλήμματος.
Αποδεχόμενος την προσφορά αποδέχεται ότι η ζωή κάποιου άλλου έχει λιγότερη αξία από την δικιά του. Δεν έχει σκεφτεί όμως ότι αυτός που θα δεχτεί να πεθάνει, θα είναι και ο πιο δικός του. Πηγαίνει πρώτα στους γονείς του, θεωρώντας αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν, μιας και πρόκειται για γέρους που έχουν φτάσει στη δύση του βίου τους. Τελικώς πεθαίνει η Άλκηστη. Εδώ το σημαντικό είναι ότι κανείς από το λαό δεν μιλάει. Κανείς δεν του λέει ότι αυτό δεν είναι σωστό, άνανδρο κτλ. Γιατί κανείς δεν ορθώνει τη φωνή του; Γιατί σε όλους φαίνεται αυτονόητο ότι ο Άδμητος πρέπει να συνεχίσει να είναι βασιλιάς; Γιατί θεωρείται καλός ένας τέτοιος βασιλιάς; Τέτοια ερωτήματα μας απασχολούν. Το έργο θέλουμε να ακουστεί με έναν γυμνό, κυνικό τρόπο, αλλά που συνομιλεί και με την ποίηση.»
Καθώς μου περιγράφει το πως θα καταπιαστεί με το έργο, μου έρχονται στο μυαλό περιπτώσεις σκηνοθετών που επενέβησαν στην κλασικότητα και θέλησαν να δώσουν μια νεωτερική ματιά. Θυμάμαι και το περσινό ξέσπασμα του Γεράσιμου Γεννατά για την Ορέστεια. Η άποψη της επ΄αυτού εναργέστερη του σαφούς.
«Είμαστε απολύτως εναρμονισμένοι με την ακραία ματιά του Ευριπίδη. Δεν είναι τυχαίο ότι όλη η φιλολογική έρευνα δυσκολεύεται να το κατατάξει. Είναι τραγωδία; Είναι κωμωδία; Τέτοια έργα ζητούν την άποψη μας από τη φύση τους. Διαλέγοντας ένα έργο ένας σκηνοθέτης σημαίνει ότι καθώς το διαβάζει επιθυμεί να ξεκλειδώσει κάτι διαφορετικό σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του.»
Η ιδιοσυγκρασία του σκηνοθέτη δεν στέκει αγέρωχη και μόνη όμως. Πρέπει να βάλει κάτω από την σκιά της τις τόσες ιδιοσυγκρασίες του θιάσου. Της έχει συμβεί ένας ηθοποιός να της ανατρέψει όσα πλάνα είχε πριν για τον ρόλο του; «Το θέατρο είναι μια ζωντανή τέχνη. Όσα πράγματα κι αν έχω σκεφτεί, όταν έρχομαι αντιμέτωπη με τον συνεργάτη που θα ενσαρκώσει αυτό που θέλω, πρέπει να είμαι αφελής ή κουτή για να μην αφουγκραστώ τη στιγμή και την ποιότητα που προσφέρει».
Από δω και κάτω η κουβέντα μας περνάει απότομα σε μια πιο βαθιά διάσταση. Την ρωτάω για την παρουσία του θανάτου στη ζωή όπως την αναπαριστά η Άλκηστη.
«Το ζήτημα του θανάτου είναι το κεντρικό ζήτημα της ύπαρξης μας. Η φθορά, η μοίρα που μας είναι παντελώς άγνωστη, είναι από τα θέματα που με απασχολούν και στη ζωή και στην τέχνη. Είναι πολύ προσωπικό ζήτημα. Αυτό που κάνει σπουδαίο το έργο της Άλκηστης είναι ότι στο επίκεντρο δεν βρίσκεται ένας ήρωας. Δεν είναι ανδραγαθήματα. Είναι ένας αντι-ήρωας. Ο Άδμητος είναι αληθινός, είναι μικρός, φοβάται να πεθάνει, θέλει να το καθυστερήσει…Όπως και ο πατέρας του. Και οι δύο είναι σκιαγραφημένοι με τρομερά σαρκαστική πένα από τον Ευριπίδη. Έτσι μας κάνει να συμπάσχουμε με έναν διαφορετικό τρόπο απ΄ότι ίσως με μια Αντιγόνη για παράδειγμα.»
Ο θάνατος βέβαια δεν είναι μόνο μια υλική αποσύνθεση και ένας διαχωρισμός ψυχής-σώματος. Έχει πολλές μορφές. Όλες, εκτός απ΄αυτή τη μία, τις αντιλαμβανόμαστε ολοζώντανα νεκροί. Η ελευθερία και ο έρωτας είναι δύο τέτοιες μορφές. Με την πρώτη καταπιάστηκε έντονα στο 1984. Η δεύτερη απασχολεί ως ερμηνεία κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή, κάθε σκηνοθέτη. Μέσα στο έργο πως αποκτούν υπόσταση αυτά τα δύο;
«Η Άλκηστη είναι ερωτευμένη με τον σύζυγο της. Κι ένας απ΄τους λόγους που πεθαίνει είναι ότι δεν αντέχει να σκέφτεται τη ζωή χωρίς αυτόν. Όμως, από την άλλη, είναι μια ανελεύθερη γυναίκα. Ζει σε ένα καθεστώς όπου αν μείνει μόνη με δύο παιδιά, το πιθανότερο είναι ότι τα παιδιά της θα σφαγιαστούν από κάποιον επίδοξο σφετεριστή-μνηστήρα του θρόνου και η ίδια ή θα είναι σύζυγος ενός ανθρώπου που δεν θέλει ή θα καταλήξει δούλα-εικονική βασίλισσα.»
Αυτή η χρονική στιγμή την βρίσκει στο κατώφλι ενός επιστεγάσματος. Είναι το επιστέγασμα μιας 11χρονης πορείας που μετράει μεγάλη παρακαταθήκη. Αυτόνομη. Της Κατερίνας. Όχι της Κατερίνας του Σπύρου και της Λήδας. Πώς νιώθει όταν κάνει το μέτρημα της;
«Στη ζωή μου πάντα διάλεγα τον δύσκολο δρόμο. Προέρχομαι από μια οικογένεια με τεράστια ιστορία και παρελθόν στο θέατρο. Αν ήμουν άλλος άνθρωπος θα μπορούσα να είχα πορευτεί με έναν τρόπο…λιγότερο επώδυνο. Σπούδασα σε δύσκολες συνθήκες, θήτευσα σε ανθρώπους που εκτιμούσα, μακριά από την πατρική μου εστία, αναζήτησα διαφορετικούς τρόπους, δεν χρησιμοποίησα έμμεσους ή σκοτεινούς δρόμους. Υπήρξα και τυχερή γιατί σημαντικοί άνθρωποι που εμπιστεύτηκαν σε μένα ευκαιρίες από πολύ νωρίς, ώστε να με γνωρίσει το κοινό μέσα από ενδιαφέρουσες παραγωγές. Ο συνδυασμός σκληρής δουλειάς, υψηλών απαιτήσεων από τον εαυτό μου, μαζί με την τύχη, μ΄έχουν φέρει εδώ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχω φτάσει κάπου.»
Όλο το παραπάνω δεν είναι με τίποτα εύκολο αν έχεις να σε ακολουθούν δύο μεγάλες σκιές. Της μαμάς και του μπαμπά. Όπως το περιγράφει η ίδια μοιάζει αρκετά απλό. Και οφείλεται εν πολλοίς σε εκείνους τους δύο.
«Είχαν τη σοφία στον τρόπο που μας μεγάλωσαν – εμένα και τον αδερφό μου – να μας εμφυσήσουν απόλυτη ελευθερία, ανοιχτή σκέψη, να καλλιεργήσουν όλες τις τάσεις αυτονομίας που μπορεί να έχει ένα παιδί. Κυρίως, να μην αφήσουν να εννοηθεί ότι θα εκμεταλλευτούν το όνομα τους για χάρη μας.»
Το 2005 πέθανε η μαμά της. Το 2010 ήρθε το ακόμα πιο βάναυσο με την απώλεια του αδερφού της. Αν και δεν ήθελα με τίποτα να οδηγήσω την κουβέντα εκεί, το σκεφτόμουν αρκετά. Όσο την έβλεπα, να χαμογελάει και να ονειρεύεται, συνειδητοποίησα πόσο σπουδαία είναι εσωτερικά. Για την πιο πρόσφατη απώλεια, αυτή του μπαμπά της Σπύρου, δε γινόταν να μην ρωτήσω. Ιδίως σε αυτή τη συγκυρία. Τι κενό υπάρχει τώρα;
«Με τον μπαμπά μου δεν μιλούσαμε πάρα πολύ για τα επαγγελματικά. Συζητούσαμε για το αν ψάχνω έργο, αν βρήκα έργο, με ρωτούσε για ηθοποιούς, στέλναμε έργα ο ένας στον άλλον… Αυτό μου λείπει. Ιδίως τώρα που ετοιμάζω παράσταση για την Επίδαυρο. Γι΄αυτόν ήταν ένα δεύτερο σπίτι. Την λάτρεψε όσο κανέναν άλλον τόπο. Είναι κι ο σκηνοθέτης με τις περισσότερες παραστάσεις εκεί. Είναι ένας χώρος όπου με την μητέρα μου έκαναν σπουδαία πράγματα. Άλλαξαν εντελώς το πώς διαβάζουμε κάποια έργα. Θεωρώ μεγάλη ειρωνεία της τύχης ότι για τόσο λίγους μήνες δεν θα μπορέσει να είναι σε αυτή την σημαντική στιγμή για εμένα, αλλά και για όλη μας την οικογένεια. Είναι μια συνέχεια της οικογενειακής μας ιστορίας αυτό. Είμαστε 3 γενιές καλλιτεχνών που οι 2 έχουμε υπάρξει στην Επίδαυρο. Κι αυτό δημιουργεί έναν τεράστιο συναισθηματικό δεσμό, ιστορικό θα έλεγα.»
Και πώς να είναι αλλιώς άλλωστε, όταν μιλάμε για μια οικογένεια που θα μπορούσε να κατοικεί στην Επίδαυρο. Τόσο δικός τους ήταν και είναι ο χώρος. Εξάλλου ο Σπύρος Ευαγγελάτος και η Λήδα Τασοπούλου πήγαιναν την Κατερίνα εκεί από τις πρώτες μέρες της ζωής της. Εκείνος σκηνοθετούσε, εκείνη έπαιζε και οι παππούδες κρατούσαν την Κατερίνα στο ξενοδοχείο Ξενία, που τότε μπορούσες να μείνεις. Οι πρώτες αναμνήσεις της Κατερίνας ουσιώθηκαν εκεί. Δεν στέκομαι άλλο όμως σε όσα της λείπουν.
Πάω σε όσα θέλει και θα ήθελε να έχει. Ένα από αυτά, που το χει θίξει κατά καιρούς σε συνεντεύξεις της, είναι η συρρίκνωση της γλώσσας.
«Με απασχόλησε πολύ αυτό το ζήτημα. Περισσότερο λόγω της επαφής με τον Όργουελ. Είναι ένα μείζον ζήτημα του καιρού μας. Η συρρίκνωση της γλώσσας σημαίνει συρρίκνωση στο συναίσθημα. Συρρίκνωση στη σκέψη. Συρρίκνωση της λογοτεχνίας. Μου δίνει παρηγοριά ότι το θέατρο που έχω αφιερώσει τη ζωή μου, είναι θέατρο λόγου. Με τον τρόπο που μου αναλογεί βάζω τον λόγο στο επίκεντρο στις παραστάσεις μου. Αγαπώ να ασχολούμαι με το τι σημαίνει μια λέξη. Πως προφέρεται, πως ηχεί, τί κρύβεται από κάτω.
Αγαπώ την γλώσσα, με συναρπάζει το ταξίδι μιας λέξης ανά τους αιώνες, η ετυμολογία της. Προσπαθώ και με τον τρόπο που δουλεύω με τους ηθοποιούς, ο θεατής να χαίρεται τον λόγο. Τεράστιας και ζωτικής σημασίας για μένα είναι και η σωστή εκφορά του λόγου, η μουσικότητα της λέξης. Η πληρότητα της λέξης, ο τονισμός είναι πράγματα με τα οποία είμαι παθιασμένη.»
Πληρότητα. Μπίνγκο. Σε μια κουβέντα που νιώθω ότι την πάω εντελώς τυφλοσούρτης, εμφανίζεται η Κατερίνα να με καθοδηγεί. Η πληρότητα των λέξεων είναι κάτι που το αισθάνεται. Η πληρότητα του εαυτού της;
«Δεν αισθάνομαι ποτέ πλήρης με τον εαυτό μου. Η έννοια της πληρότητας εξαρτάται από πολλά πράγματα. Τι απαιτήσεις έχεις από τον εαυτό σου, πως είναι η καθημερινότητα του, αν έχεις καλύψει πνευματικές και ερωτικές ανάγκες, οι φιλοδοξίες που έχεις…Δεν το λέω γκρινιάζοντας ότι δεν είμαι ευχαριστημένη. Ίσα ίσα. Έχω περάσει πράγματα που θα μπορούσαν να με οδηγήσουν σε αυτό. Αυτή τη στιγμή όμως έχω τη χαρά να βρίσκομαι στο κέντρο μιας ευτυχούς περιδίνησης που θα οδηγήσει σε μια παράσταση που με χαροποιεί αφάνταστα που την κάνω. Είμαι σε μια περίοδο που έχω πολύ κέφι για ζωή, παρά την νωπή απώλεια του πατέρα μου. Παρόλα αυτά είμαι ένας άνθρωπος που δεν ικανοποιείται εύκολα. Νιώθω συνεχώς ότι κάτι μου λείπει. Έτσι είναι η “φτιαξιά” μου.»
Αυτή η φτιαξιά που λέει είναι που κάνει το μυαλό της να τρέχει στο επόμενο στάδιο. Στην επόμενη παράσταση. Η ικανότητα της είναι που κεφαλαιοποίησε μια τύχη και ξέρει ότι είναι σε μια στιγμή που μπορεί να ζητήσει και να λάβει. Κάτι που σήμερα δεν είναι κανόνας στον κοινωνικό περίγυρο των περισσότερων εξ ημών. Πώς το βλέπει όλο αυτό η Κατερίνα Ευαγγελάτου;
«Είναι δύσκολο να μη χάσει κανείς το κουράγιο του. Ειδικά αν είναι άνεργος. Μπροστά σε αυτό ξυπνάνε όλα τα κακά. Όταν δεν εργάζεσαι, δε νιώθεις χρήσιμος. Αλλά κι όταν εργάζεσαι μπορεί να μη γουστάρεις αυτό που κάνεις. Αν είσαι σε ένα πεδίο που δεν σε γεμίζει με την κούραση της πληρότητας, είναι μια αφόρητη κατάσταση. Θέλει μεγάλη δύναμη χαρακτήρα και λαχτάρα για ζωή. Λαχτάρα που να ξεπερνά τον βιοπορισμό. Είμαστε μπροστά σε τεράστιες προκλήσεις και ο καθένας πρέπει να αντισταθεί με τον τρόπο που μπορεί. Διαφορετικά καραδοκούν καταστάσεις όπως κανιβαλισμός, στιγματισμός, εύκολη καταδίκη, ακραίος λαϊκισμός εκφραζόμενος από κόμματα ή από την φτήνια, την ευτέλεια της κουλτούρας μας…»
Γραπώνομαι ξανά από δύο λέξεις της. Εύκολη καταδίκη. Μια συνθήκη που την αγγίζουμε πολύ εύκολα σήμερα. Μια συνθήκη που μας αναγκάζει να φιλτράρουμε όσα γράφουμε. Μια συνθήκη που μπορεί σε ακραίες περιπτώσεις να οδηγήσει στον φόβο. Ούσα ένα πρόσωπο γνωστό και με το κοινό ορισμένες φορές να περιμένει μια τοποθέτηση της, νιώθει φόβο από τον Λεβιάθαν των social media;
«Στον γραπτό λόγο κινδυνεύεις ο καθένας να αναγνώσει διαφορετικά αυτά που λες. Υπάρχει μια αίσθηση γηπεδοποίησης σε χώρους όπως είναι το Facebook και μια τέτοια αίσθηση ξυπνάει στους ανθρώπους τα πιο χαμερπή τους ένστικτα. Ο φόβος είναι μεγάλη λέξη. Με ενοχλεί, μπορεί να με θυμώσει όταν δω άδικες επιθέσεις με εντελώς δημαγωγικές τοποθετήσεις…»
Πατάμε φρένο, βάζουμε όπισθεν και ξαναγυρίζουμε στο θέατρο. Όπως συμβαίνει με αρκετούς χώρους, έτσι κι εδώ υπάρχει ένας ρομαντισμός για τους απ΄έξω. Για εμάς τους απλούς παρατηρητές. Πώς το έχει αντικρύσει η Κατερίνα;
«Έχοντας μεγαλώσει μέσα στο θέατρο, το ξέρω κι απ΄την καλή κι απ΄την ανάποδη. Σε σημείο που ίσως να μην με εκπλήσσει τίποτα πια. Αν και πάντα σε εκπλήσσει μια κακή συμπεριφορά ή μια προδοσία από ανθρώπους που έχεις ευγνωμονήσει ή αναδείξει. Πάντα σε εκπλήσσει άσχημα, κι ας έχεις ακούσει τέτοια περιστατικά. Είναι διαφορετικό όταν συμβαίνει σε σένα. Το θέατρο είναι ένας χώρος που προς τα έξω βγάζει συνήθως έναν καλό εαυτό. Προς τα μέσα είναι νομίζω όπως κάθε άλλος χώρος. Η διαφορά στον χώρο μας είναι η φιλοδοξία που έχουμε όσοι τον αποτελούμε. Δεν είναι ένας εύκολος χώρος.»
Κι ενώ το θέατρο μπορεί να έχει αυτή την εικόνα, είναι ταυτόχρονα ένα εκμαγείο. Ένας καθρέφτης που μπορεί ο σκηνοθέτης να τον αναγκάσει να αντανακλά όσα εκείνος θέλει. Αυτό πιστεύει απόλυτα και η Κατερίνα. «Νομίζω ότι έτσι κι αλλιώς το θέατρο, ειδικά για έναν σκηνοθέτη που έχει την ευθύνη να κατασκευάσει ένα σύμπαν προκλητικό, γοητευτικό και λειτουργικό, είναι συνυφασμένο με αυτή την έννοια της ύπαρξής μας. Φτιάχνουμε έναν κόσμο και καλούμε τον άλλο να ζήσει μέσα του.»
Σε αυτή την αόριστη βόλτα, πιάνομαι πάλι από μια κουβέντα που λέει η Κατερίνα περί θρησκευτικότητας και πίστης. Την ρωτάω γιατί έχω την αίσθηση ότι το θέατρο, και δη το αρχαίο θέατρο, γεννούν πράγματα έχοντας ως κινητήριο δύναμη αυτές τις έννοιες.
«Κοίτα να δεις. Δεν πιστεύω στον Θεό με την χριστιανική έννοια. Έχουν υπάρξει στιγμές στη ζωή μου ακραίες, περιμένοντας έναν θάνατο για παράδειγμα ή μαθαίνοντας μια ασθένεια, που έχω στραφεί προς κάτι για να πάρω δύναμη. Ή για να ζητήσω βοήθεια. Τώρα πια, θα έλεγα ότι προσεύχομαι στους νεκρούς μου. Πέρσι με τον Φάουστ με απασχόλησε πολύ το ζήτημα της θρησκευτικότητας και της ύπαρξης ενός ανώτερου όντος. Με την Άλκηστη ήμουν στο άλλο άκρο. Με απασχόλησε η μη ύπαρξη. Περνάω εντελώς διαφορετικές φάσεις στη ζωή μου.»
Αφού όλα τα υπαρξιακά, πνευματικά ερωτήματα καλύφθηκαν, της ζητάω να μου πει για το 1984. Αυτό που έγινε φέτος με την παράσταση της είναι ο ορισμός του μύθου. Κάτι που θα περιγράφουμε στο μέλλον και θα το ακούνε με μυστήριο.
«Δεν ήταν μια καθόλου εύκολη παράσταση. Δημιουργήθηκε σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, γιατί ο πατέρας μου ήταν ήδη βαριά άρρωστος και ήταν μια σκοτεινή περίοδος για μένα. Ήταν δύσκολα γιατί βγαίναμε με τον Νίκο Κουρή και τον Αργύρη Πανταζάρα από την τεράστια επιτυχία του Φάουστ και προσπαθούσαμε να βρούμε νέες διόδους επικοινωνίας. Τέλος, ήταν δύσκολα γιατί το 1984 ήταν μια διασκευή λογοτεχνικού έργου. Δεν ήταν δηλαδή φτιαγμένο για το θέατρο και απαιτούσε μια ειδική μεταχείριση. Επίσης, την διασκευή δεν την είχα κάνει εγώ. Την είχα επιλέξει, αλλά την είχαν κάνει οι δύο Άγγλοι, ο ΜακΜίλαν και ο Ρόμπερτ Άικι.
Όταν πρωτοείδα την παράσταση ολοκληρωμένη, υπήρχαν πράγματα που μου άρεσαν και που δεν μου άρεσαν. Γι΄αυτό συνεχίσαμε στην διάρκεια των παραστάσεων να τα δουλεύουμε. Ομολογώ ότι ούτε εγώ, ούτε ο παραγωγός Γιώργος Λυκιαρδόπουλος, που είχε την ευθύνη όλου του εγχειρήματος και θέλω να τον ευχαριστήσω δημόσια για την πίστη και την φιλία του, ούτε κανείς άλλος από τους συντελεστές φανταζόταν αυτόν τον κρότο. Είναι κρίμα που δεν επαναλαμβάνεται η παράσταση, γιατί πιστεύω ότι φέτος θα μπορούσαμε να πάμε σε μεγαλύτερο βάθος.»
Λίγο πριν την «απελευθερώσω» για να πάει στην πρόβα, της κάνω μια ερώτηση by the book. Πώς φαντάζεται η Κατερίνα Ευαγγελάτου τον εαυτό της από δω και πέρα;
«Θα ήθελα να έχω υγεία εγώ και όσοι αγαπώ, να μην χάσω το χιούμορ μου, να συνεργάζομαι με ανθρώπους που με ενθουσιάζουν και τους ενθουσιάζω. Περισσότερο όμως να χτίζω και να αναπτύσσω τη σχέση μου με το κοινό. Θα ήθελα επίσης να διαμορφώσω έναν δικό μου χώρο στο θεατρικό τοπίο. Όχι κυριολεκτικά, με την έννοια του κτίσματος. Εννοώ μια περιοχή που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους θεατές.»
* Εκτός από τις 28 και 29 Ιουλίου που θα ανεβάσει την Άλκηστη στην Επίδαυρο, η Κατερίνα Ευαγγελάτου ετοιμάζει κάτι άλλο για τον Σεπτέμβριο. Στις 26 του μηνός, στο Ηρώδειο, θα ανεβάσει για μία και μοναδική φορά την τελευταία παράσταση του μπαμπά της. Ο Αμύντας ήταν το «αντίο» του Σπύρου στο θέατρο. Η Κατερίνα θα το αναβιώσει επακριβώς. Ίδιο καστ, ίδια σκηνοθεσία. Φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που «αγκάλιασε» πολλούς άλλους!
*Φωτογραφίες: Θοδωρής Κότσικας