50 χρόνια μπροστά από την εποχή του: Το τραγούδι των Ημισκούμπριων που έβαζε φωτιά στα πάρτι των 90s

Πιάστε το χέρι μας και πάμε πίσω στα εφηβικά πάρτι των 90s. Τι λέτε, ξεκινάμε;

Την έλεγαν Σοφία και βλέποντας συγκεκριμένα σημεία του 15χρονου κορμιού της καταλάβαινες το γιατί: πράγματι, πάνω της όλα εν σοφία τα ’χε ποιήσει ο μπαγάσας.

Είχες δοκιμάσει μαζί της τα πάντα και βρισκόσουν σε πάρα πολύ καλό δρόμο. Της είχες πει, σε μια έκρηξη παλιμπαιδίστικης ευφυΐας, ότι στο δικό σου δε χωράει, αλλά στο δικό της κολυμπάει. Την είχες αφήσει να πάρει μια τσίχλα από το στόμα σου, στο πιο άβολο παρ’ ολίγον φιλί που είχε καταγραφεί στα χρονικά. Της είχες ζουλήξει, βουτώντας στ’ αεικίνητα νερά του συμβολισμού, τα οπίσθια σ’ εκείνη την συντριβή στον αγώνα βόλεϊ από το Γ2, λέγοντάς της πως η ομάδα σας, εσού συμπεριλαμβανομένου, είχε πιάσει πιάτο. Και τώρα…

Και τώρα ήταν η ευκαιρία σου: ο κολλητός σου ο Γιώργος έκανε πάρτι στο υπόγειο του σπιτιού των γονιών του και ήσουν έτοιμος για όλα. Για όλα. Απόψε, εκείνο το βροχερό απόγευμα της 29ης Απριλίου στο λυκόφως των 90s, η Σοφία θα γινόταν δική σου για πάντα (στα 14-15 μας το «για πάντα» μεταφραζόταν σε μια ξεχειλωμένη, χρονικά, αιωνιότητα που σήμαινε ένα καλοκαίρι).

Ήσουν πραγματικά εξαιρετικός: την είχες αγνοήσει στην αρχή όταν μπήκε, συνέχισες να την αγνοείς επιδεικτικά για τα επόμενα 40 λεπτά και μετά την αγνόησες ακόμα λίγο- Θεέ μου, σχεδόν μπορούσες να την ακούσεις να λιώνει για πάρτη σου.

Μετά, όταν το πάρτι είχε ανάψει για τα καλά γύρω στις 20.37, την πλησίασες και της έριξες την πιο φαρμακερή, πιασάρικη και ερωτική σου ατάκα, κοιτώντας την παράλληλα λάγνα στα μάτια: «Σοφάκι, άσε το υφάκι, κάτω το φρυδάκι κι έλα να μου πιάσεις το φιδάκι»- ναι, περιέργως εκείνη τη χρονιά είχε κουνούπια από πολύ νωρίς.

Πάνω που την έσερνες, σαν προηγμένη έκδοση του Νεάντερταλ, στην αυτοσχέδια πίστα για να χορέψετε, όμως, μπήκε το κομμάτι που έκανε θραύση εκείνη την εποχή- την εποχή, δηλαδή, που τρέφαμε όλοι μας ψευδαισθήσεις πως είμαστε ράπερ από το Μπρονξ, με τα παντελόνια μας τα FUBU και τις μπλούζες των Washington Capitals να συμπληρώνουν την ελαφρώς κωμική εικόνα μας.

Στην πραγματικότητα ήμασταν λευκοί φλώροι από τα εξωτικά Μετέωρα Θεσσαλονίκης και η φάση μας ήταν τα (υπέροχα, εδώ δε σηκώνουμε κουβέντα) Ημισκούμπρια.

Τα λατρεμένα Ημίζ από τα μέσα των 90sκαι μετά έκαναν πραγματικό χαμό, με το δίσκο τους «30 χρόνια επιτυχίες» να γίνεται χρυσός και να τα μετατρέπει περίπου εν μία νυκτί σε πανελλήνιους σταρ.

Ήταν, όμως, το δεύτερο CD τους αυτό που τρύπησε το ταβάνι και τους καθιέρωσε στα μάτια ορισμένων σκληρών κ@ργιόληδων σαν εμάς στην εφηβεία μας (μη γελάτε, κάποτε η μαμά του γράφοντος του ’χε πει να γυρίσει σπίτι στις 21.30 κι αυτός πήγε 21.47- Who’s laughing now?, που λέει και ο Τζόκερ).

Ο «Δίσκος που διαφημίζετε» (1997) περιείχε διαμαντάκια όπως η “Ντισκοτέκ”, το
“Je suis Bossu”, το “Άσε τον Ουρακοτάγκο” και πολλά ακόμα, τα οποία κάθε πιτσιρικάς που σεβόταν τον εαυτό του ήξερε απέξω.

Ωστόσο, παρά το γεγονός πως δεν ήταν το δημοφιλέστερο (αυτό τον τίτλο κέρδιζε μάλλον η Ντισκοτέκ), το κομμάτι που απογείωνε τα πάρτι, τουλάχιστον όσον αφορούσε τ’ αγόρια, ήταν “Ο κύρης του σπιτιού”.

Ένα τραγούδι που με το κλασικό, πηγαίο χιούμορ που έβγαζαν τα Ημισκούμπρια στηλίτευε τη φαλλοκρατία και την πατριαρχία, με στίχους σαν: Δώδεκα η ώρα μα που γυρνάει πάλι/ κάτσε δε θα έρθει θα της σπάσω το κεφάλι/αλλά δε φταίτε εσείς εγώ έχω το βάρος/μου ‘χετε πάρει όλοι εδώ μέσα πολύ θάρρος/ Εγώ θα σας τον κόψω τον περιττό αέρα/δε θα μου βγαίνει βράδυ και θα μου ‘ρχεται τη μέρα/τη βλέπουν κι οι γειτόνοι κι αρχίζουν τις κουβέντες/ πως δεν τη φέρνει σπίτι και κανένας με Μερσέντες/ Την είδα στη γωνία εχθές μ’ ένα μαλλιά/ήταν όλο γλύκες σούξου μούξου και φιλιά/ φέρε τις παντόφλες μου θα κάτσω Ασπασία/ και θα την περιμένω ως τη Δευτέρα Παρουσία.

Ναι, αυτό ακριβώς είχε μπει την στιγμή που ετοιμαζόσουν να ξεβιδωθείς με την Σοφία. Κάπου εκεί, όμως, η σερνική πλευρά σου έριξε κροσέ στη ρομαντική και την ξάπλωσε στο γυμνασιακό καναβάτσο, με σένα να κοιτάζεις κοροϊδευτικά τον έρωτα της μέχρι τότε ζωής σου και να ετοιμάζεσαι να φτύσεις ρίμες.

Και τις έφτυσες: Καλώς τηνε την πέρδικα τη μοσχοαναθρεμένη/ που γύριζες κοκόνα μου κι είσαι αργοπορημένη/ έλυνες ασκήσεις και πάλι με την Άννα/ κοίτα εδώ που σου μιλώ και μη κοιτάς τη μάνα/ Σους σιωπή και σώπαινε εγώ μιλάω τώρα/ για κοίτα το ρολόι σου που ήσουν τέτοια ώρα/ έτσι μωρή σ’ ανέθρεψα και μου ‘γινες του δρόμου/ δε θέλω εγώ τέτοιες πομπές στο σπίτι το δικό μου/ τσακίσου στο δωμάτιο εκεί μέσα σε θέλω/ και αύριο καλόγρια μαζί με το Μετζέλο/ Πού ’ναι το παλληκάρι μου άργησε κι αυτός/ αλλά με καμιά γκόμενα θα είναι αραχτός/ έτσι να μην είναι εμπειρίες του κουτιού/γιατί αυτός θα γίνει ο κύρης του σπιτιού…

Υπήρχε λόγος που τ’ αγοράκια τρελαίνονταν μ’ αυτό το κομμάτι, την στιγμή που τα κορίτσια σχεδόν το απεχθάνονταν. Φυσικά τότε έννοιες όπως «φαλλοκρατία» ήταν εξίσου ακαταλαβίστικες με τις ασκήσεις Γ΄ ομάδας στα μαθηματικά, όμως όπως και να ’χε εμείς κοροϊδεύαμε τα κορίτσια, ρε φίλε!

“Ο Κύρης του σπιτιού” σάρωνε σε κάθε μαθητικό πάρτι που σεβόταν τον εαυτό του και εκείνο του Γιώργου δεν αποτελούσε εξαίρεση, μόνο που η Σοφία δεν το εκτίμησε και δεόντως- κι ας είχε πάρει φωτιά η πίστα, κι ας ούρλιαζαν πίσω σου μεθυσμένα, από την Sprite, 15χρονα «Μετζέλοοοοοος, Μιθριδάαααατης, Πρύυυυυυτανηςςς».

Το τραγούδι το γούσταρες τρελά, σχεδόν όσο την συμμαθήτριά σου, όμως στο τέλος σου άφησε μια μεταλλική επίγευση στον ουρανίσκο (λίγα χρόνια αργότερα θ’ ανακάλυπτες και τη Γεύση του Μένους…): η Σοφία σού γύρισε θυμωμένη την πλάτη, εσύ προσπάθησες να πεις κάτι αλλά είχες μείνει ενεός από τη θέα του κώλου της, και στο τέλος έμεινες και με κάτι πολύ συγκεκριμένο στο χέρι.

Τα Ημίζ, αν και χιπ-χοπ συγκρότημα, ρόκαραν και απογείωναν κάθε συμμάζωξη, όμως η Σοφία σου ’χε ρίξει μεγαλοπρεπή χυλόπιτα κι αισθανόσουν μισός.

Αν ήσουν θαλάσσιο πλάσμα, θα λέγαμε πως μετά από κείνο το βράδυ ήσουν Ημισκούμπριο.

Κι αυτό, μεταξύ μας, δεν ήταν και τόσο άσχημο στα 90s. Αν συγκεντρωθείτε μπορείτε κι εσείς να δείτε μια λευκοντυμένη γυναίκα ν’ ανοιγοκλείνει το στόμα της και να τοποθετείται επί του θέματος.

Την λένε Νοσταλγία και μόλις ξεστόμισε 4 λέξεις: «Όχι, διάολε, δεν ήταν.»