Ξεχνάς το «Don’t look up»: Η ταινία- αριστούργημα που ανέβηκε στο Netflix θα είναι έγκλημα αν δεν πάρει Όσκαρ (Vid)

Κινηματογραφικό διαμάντι

Και ξαφνικά, εκεί που το 2021 όδευε στο τέλος του και το αναμφισβήτητο φαβορί για «ταινία της χρονιάς» δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια στους σινεφίλ κύκλους, μια ταινία γεμάτη ψυχή και καρδιά, μια ταινία φτιαγμένη από το υλικό που κάνει τον κινηματογράφο να είναι μακράν η πιο όμορφη τέχνη, έκανε την εμφάνισή της τις τελευταίες μέρες της χρονιάς. Πέρασε βέβαια λίγο απαρατήρητη, ελάχιστοι εκτίμησαν το μεγαλείο της και αυτό είναι κάτι που έστω και ετεροχρονισμένα πρέπει να διορθωθεί.

Διότι εκεί που άπαντες τσακωνόντουσαν για το πόσο καλό είναι το «Don’t look up», το κατά πόσο έπιασε το κλίμα της πανδημίας, το αν είναι έξυπνο ή απλά… εξυπνακίστικο, στην ίδια πλατφόρμα, αυτή του Netflix, φιγούραρε μια ιταλική ταινία δια χειρός Πάολο Σορεντίνο. «Το χέρι του Θεού» είναι το όνομά της και μιλάει… παραπλεύρως για αυτό που μπορεί να φανταστεί κανείς όταν ακούει αυτή την ιστορική φράση. Όμως μόνο παραπλεύρως. Και εκεί έγκειται και η μαγεία της ταινίας.

Η ιστορία της Νάπολης χωρίζεται αντικειμενικά σε δυο μεγάλες περιόδους. Στην προ-Μαραντόνα και στην μετά-Μαραντόνα εποχή. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχαμε να κάνουμε με μια ασήμαντη επαρχιακή πόλη της Ιταλίας που ζούσε στο περιθώριο των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων της χώρας. Η έλευση του «Θεού» δεν ήταν απλά ένα ποδοσφαιρικό γεγονός, όχι τουλάχιστον με τη στενή έννοια του όρου. Δεν ήταν απλά η αφορμή για να αλλάξει επίπεδο η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα αλλά για να αλλάξει στάτους όλη η πόλη.

Είναι άλλωστε αντίστοιχα «πολιτιστική» στιγμή και εκείνη του Μουντιάλ του 1986, τότε που ο Μαραντόνα βάζει το χεράκι του και κλέβει για λογαριασμό της Αργεντινής την πλούσια Αγγλία: δύσκολα θα ήταν τόσο «bigger than life» ο Αργεντίνος ποδοσφαιριστής που πέθανε τον Νοέμβρη του 2020 αν τα κατορθώματα του δεν ήταν… «bigger than football». Τον απόηχο εκείνης της πανέμορφης εποχής για την Νάπολη αφουγκράζεται στο φιλμ του, ο Πάολο Σορεντίνο.

Αφηγούμενος τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια την δεκαετία του ’80 στην Νάπολη, ο Ιταλός σκηνοθέτης κάνει μια βουτιά στην εποχή της ανεμελιάς του. Προσεγγίζει σαν μεγάλος λάτρης της ναπολιτάνικης ομορφιάς την πόλη στην οποία μεγάλωσε, βλέπει με σατιρική αγάπη τα ανθρωπότυπα των μεσογειακών φιγούρων που συγκροτούν το σόι του και τους ανθρώπους που κινούνται γύρω του, αφηγείται με ειλικρινή νοσταλγία τις όμορφες στιγμές και γεμάτος απενοχοποίηση τις άσχημες, παραθέτει έναν ύμνο στην ιταλική φινέτσα και τους λαϊκούς ανθρώπους της Ιταλίας, μια ωδή στην Σικελία, ένα παραμύθι από τα παιδικά του χρόνια.

Και ταυτόχρονα με όλα τα παραπάνω, ο Σορεντίνο στέλνει ένα ερωτικό γράμμα. Ένα γράμμα σε μια εποχή καθορισμένη από την πληθωρική παρουσία του Μαραντόνα στις ζωές των Ναπολιτάνων της δεκαετίας του ’80. Δεν είναι μια ταινία για τον Θεό αλλά για τους πιστούς του. Για εκείνους που ξενυχτούσαν για να μάθουν αν θα πατήσει το πόδι Του στην πόλη τους, τους γέρους που δήλωναν πως αν δεν έρθει δεν υπάρχει λόγος να ζουν, εκείνους που Τον είδαν στον δρόμο και μετά έτρεχαν στην μαμά τους και της έλεγαν πως η καρδιά τους χτυπάει γρήγορα, για αυτούς που δάκρυσαν από συγκίνηση όταν ο Θεός έβαλε το χέρι του και η Αγγλία πήγε σπίτι της…

Θα είναι έγλημα αυτό το αριστούργημα να μην πάρει Όσκαρ ξενόγλωσσης. Έγκλημα…