«Το μέλλον του σινεμά»: Η ταινιάρα που αποθέωσε ο Σκορσέζε παίζει χωρίς αντίπαλο στα Όσκαρ (Vid)

Στην κατηγορία σεναρίου τουλάχιστον!

Δεν ξέρω αν το Tar του Τοντ Φιλντ θα θεωρηθεί από πολλούς η ταινία της χρονιάς (ο Σκορσέζε πριν λίγες μέρες είπε ότι μόλις το είδε σκέφτηκε ότι έλαμψε ο ουρανός για το μέλλον του σινεμά) ή αν θα πάρει το σχετικό βραβείο στα Όσκαρ. Ξέρω όμως πως το σενάριο της δεν θα έχει ιδιαίτερο αντίπαλο για να πάρει το Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου.

Έχουν περάσει 16 χρόνια από την τελευταία ταινία του Φιλντ και το σενάριο του Tar πρέπει να δουλεύτηκε πάρα πολλά χρόνια και κάθε σκηνή να αναθεωρήθηκε αρκετές φορές για να φτάσει η ταινία στα μάτια μας το 2022 με τη μορφή που έχει.

Ήδη από το Φεστιβάλ Βενετίας, οι κριτικοί μιλούν για την κορυφαία ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ που θα πρέπει να την οδηγήσει σε ένα Όσκαρ. Κι αυτό είναι το πιο προφανές αυτής της ταινίας. Στα 150 λεπτά του Tar, βλέπουμε από την Κέιτ Μπλάνσετ όλη τη διακύμανση, ό,τι υπάρχει και μπορεί να εντοπίσει το αισθητήριο μας στο φάσμα των συναισθημάτων και αντιδράσεων.

Αυτό που συναντά κανείς όμως βλέποντας την ταινία, είναι κάτι που ξεπερνάει ακόμα και την σπουδαία ερμηνεία της Κέιτ και την προωθεί, την ενισχύει.

Ό,τι κι αν διαβάσεις για το Tar, η πλειοψηφία των πραγμάτων, θα σου δώσουν, λογικά επίτηδες για να αποφευχθούν τα spoilers, μια πολύ αόριστη περιγραφή.

Μια γυναίκα μαέστρος ετοιμάζεται για το μεγαλύτερο επίτευγμα της και το μεγαλύτερο μιας γυναίκας στην παγκόσμια ορχηστρική σκηνή, να καθοδηγήσει δηλαδή μια ορχήστρα στο πλήρες έργο ενός συνθέτη και πιο συγκεκριμένα στις 9 συμφωνίες του Μάλερ.

Διαβάζοντας αυτό, θα περιμένει κανείς να δει κάποια MeToo προσέγγιση, μια ταινία τιγκαρισμένη στην καταγγελία του σεξισμού και τα σχετικά, που πια έχουν χάσει την ουσία τους με τον τρόπο που τα χρησιμοποιεί η τέχνη, με την ευκολία και με το σκεπτικό πως είναι αρκετά για να κάνεις μια σούπερ ταινία.

Όχι, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Είναι ίσως πολύ καλά για ένα ντοκιμαντέρ. Για ταινία δεν είναι. Όχι από μόνα τους. Και γι΄αυτό στο Tar υπάρχουν και κάποιες σκηνές που σατιρίζουν την κατάσταση της αντικατάστασης των στερεοτύπων με άλλα στερεότυπα.

Βλέπουμε έναν σπουδαστή στην περίφημη σχολή Julliard να απορρίπτει τον Μπαχ γιατί ήταν ένας λευκός συνθέτης που είχε κάνει πολλά παιδιά. Και τον ρωτάει η μαέστρος, η Λίντια Ταρ, πώς θα ένιωθε αν τον απέρριπτε η ίδια γιατί είναι ένας gender fluid μη λευκός, άρα δεν της προσφέρει ταύτιση;

Αυτό είναι ένα από τα κάποια μικρά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας, δηλαδή μια κοινωνική κριτική. Αλλά δεν αποτελεί την ουσία της.

Η ουσία του Tar βρίσκεται στην σκηνοθετική άποψη του Φιλντ και το μοντάζ.

Η πορεία του Tar χωρίζεται σε δύο μέρη. Μέχρι περίπου τα 100 λεπτά, όπου αποτυπώνεται η ψυχοσύνθεση της Ταρ όχι ως μια γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, αλλά ως ένα άτομο, κορυφαίο στο είδος του, που από την κορυφή αδυνατεί να αποδεχτεί πως οι κατώτεροι της δεν αντιλαμβάνονται απόλυτα το όραμα της και ξεσπά πάνω τους ή γίνεται βίαιη και απωθεί οτιδήποτε πάει αντίθετα στην δική της θεώρηση.

Στο background μιας αφήγησης που παραπέμπει στο Whiplash, αλλά στο πιο σκοτεινό, υπάρχει μια αυτοκτονία. Η αυτοκτονία μιας άλλης γυναίκας, μουσικού υψηλού επιπέδου που είχε σχέση με την Ταρ και που η είδηση της αυτοκτονίας της αντί να διαλύσει την Ταρ, την μετατρέπει σε κάτι άψυχο.

Πρώτη της έγνοια είναι να σβηστούν κάτι mail που είχαν ανταλλάξει για να μην μπλέξουν σε ιστορίες με τον τύπο.

Η σκιά αυτής της γυναίκας όμως υπάρχει στην Ταρ και ο Φιλντ φροντίζει να την τοποθετεί έτσι, ως σκιά, σε διάφορες σκηνές, ως ένα φάντασμα που κατατρύχει την Ταρ.

Κάπου στο 100ο λεπτό έρχεται μια σκηνή που κάνει την ταινία ακατανόητη και δίχως συνοχή, αλλά δεν γίνεται γιατί είναι όντως τέτοια. Απλώς δεν επιτρέπει στον θεατή να κατανοήσει εξ αρχής τι ακριβώς γίνεται.

Δημιουργεί ένα πλαίσιο διαρκούς αμφισβήτησης, το οποίο συνδέεται με τον ονειρικό κόσμο και με το σημείο της μνήμης που είναι μεν απρόσιτο, αλλά σε κατατρώει. Όπως η πάθηση στο χέρι της Ταρ, η Notalgia paraesthetica, ένα δηλαδή φαγούρισμα που δεν είναι τρομερά ενοχλητικό, αλλά υπάρχει εκεί, κάνει την παρουσία του διακριτικά αισθητή. Δεν πονάει, μα ενοχλεί.

Όπως οι ενοχές. Ενοχ(λ)ές. Ίσως τελικά, διόλου τυχαία να μην είναι η κοινή τους σύνθεση γραμμάτων.

Όσο προχωράει αυτό το δεύτερο μέρος, τόσο μεγαλύτερη αξία αποκτά η πρώτη σκηνή του Tar, όπου η Λίντια εξηγεί σε μια συνέντευξη στο New Yorker ότι γνωρίζει εξ αρχής όταν παίζει μια σύνθεση, τον χρόνο, το πότε πρέπει να παιχτεί κάθε νότα και πότε θα φτάσει αυτή και ο ακροατής στον προορισμό της σύνθεσης.

Και ταυτόχρονα, για να κάνει μια επίδειξη ευφυΐας, το Tar έχει έναν ρυθμό που διαφοροποιείται και έχει μουσική καταβολή.

Πρώτα, είναι ένα αργό adagietto, μια μελωδία του Μάλερ που ήταν αφιερωμένη στη γυναίκα του Άλμα και αποτέλεσε την έμπνευση για την 5η Συμφωνία του.  Προχωράει αργά η 5η, όπως και η ταινία.

Μετά, έρχεται το moderato, η κανονική ταχύτητα βαδίσματος. Φυσιολογικά, έρχεται το allegro, ο γρήγορος ρυθμός, ο οποίος έρχεται όταν η Λίντια είναι αντιμέτωπη με τον οργανισμό στον οποίο ανήκει, συγκρούεται με την σύζυγό της και με σπουδαστές στο Julliard.

Το σημείο όπου παίζει την 5η Συμφωνία, αλλά δεν τα καταφέρνει, τα χάνει και καταλήγει να επιτεθεί σωματικά σε έναν συνάδελφο της που προσπαθεί να την συνεφέρει, φέρνει το τέλος του ονείρου του επιτεύγματος.

Αυτό για το οποίο μας προετοιμάζει όλη η ταινία, δηλαδή την ύψιστη κατάκτηση, διαλύεται εν ριπή οφθαλμού. Γιατί; Γιατί δεν βλέπουμε την πραγματικότητα, αλλά το χαλασμένο πια μυαλό της Λίντια που έχει χάσει, χωρίς να το αντιληφθεί, την στόχευση της 5ης Συμφωνίας και το μέσα της έχει επηρεαστεί από την αυτοκτονία.

Δεν υπάρχει πουθενά η 5η από αυτό το σημείο. Η Λίντια καταλήγει να βρεθεί στην Ιαπωνία για να φτιάξει ορχηστρική μουσική για cosplay και στην τελευταία σκηνή είναι σε ένα μασατζίδικο για να κάνει μασάζ.

Τη βάζουν σε ένα δωμάτιο όπου είναι γονατιστές μασέζ, σαν σε σκλαβοπάζαρο, με τα κεφάλια κατεβασμένα, και έχουν έναν αριθμό που τις διαφοροποιεί. Μία μόνο σηκώνει και την κοιτάζει. Είναι η μασέζ με τον αριθμό 5. Η 5η.

Αυτό είναι το σημείο όπου καταλαβαίνει ο θεατής ότι το Tar είναι μια παραίσθηση που γεννιέται από την σύγκρουση της πραγματικότητας με τα events που εξελίσσονται στο υποσυνείδητο και το ασυνείδητο και με συγκεκριμένα δεδομένα που συνδέονται εκεί, μπορούν να εξαφανίσουν το συνειδητό, να το αναστατώσουν, να του πάρουν τα ηνία.

Το ότι το Tar δεν σου επιτρέπει να προσγειωθείς σε μια πραγματικότητα, είναι μια από τις μαγικές του ιδιότητες. Η βασικότερη ίσως. Ο Φιλντ θέλει να δούμε το Tar ως ένα μείγμα πλοκής και ψυχολογίας και να μην πάρουμε τίποτα ως ισχύον.

«Η 5η είναι ένα μυστήριο», λέει στην πρώτη σκηνή η Ταρ. Αυτή η φράση αποκτά άλλο νόημα αφού φτάσεις στο τέλος.

Εκεί περιγράφει και την εμπειρία της με μια φυλή στο Περού, τους Shipibo-Conibo, οι οποίοι έχουν στη φιλοσοφία τους ότι το τραγούδι του ο καθένας το εντοπίζει μόνο όταν βρεθεί στην ίδια πλευρά με το πνεύμα που το δημιούργησε. Μόνο όταν αφήσει την υλική ζωή, την πραγματικότητα.

Το παρόν και το παρελθόν γίνονται ένα, δεν υπάρχει χρονική διακύμανση και εμφανίζεται η ταλμουδική δύναμη, αυτό που λένε οι Εβραίοι ως προσπάθεια της ψυχής να πάει στο παρελθόν και να αλλάξει τις πράξεις του ατόμου. Αυτό που θέλει να κάνει η Ταρ για την Κρίστα που αυτοκτόνησε.

Αυτά τα στοιχεία της αφήγησης και της σκηνοθεσίας, καθιστούν το Tar μια απίστευτα ευφυή ταινία, σε βαθμό που ξεχνά κανείς αυτό που κάνει η Κέιτ Μπλάνσετ που, από μόνο του, ακόμα και σε μια μέτρια ταινία, είναι ένας όμορφος ψυχικός κατακερματισμός.