Στο Φεστιβάλ της Βενετίας, υπήρξε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα για τον Μπρένταν Φρέιζερ για την ερμηνεία του στο The Whale και με κάποιον τρόπο έμεινε στην ατμόσφαιρα ότι το χειροκρότημα αφορούσε και την ταινία.
Δεν ξέρω αν όντως την αφορούσε, βλέποντας όμως το The Whale του Αρονόφσκι, σκέφτηκα ότι αυτό το μεγάλο hype που υπήρξε για την ταινία, ήταν μάλλον παραπλανητικό.
Λέω «μάλλον», γιατί δεν θέλω να σχολιάσω με απόλυτο τρόπο την προσπάθεια του Αρονόφσκι να βάλει έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα του που περιλαμβάνει τον Πυγμάχο, το Black Swan, το Mother και το The Whale, το οποίο είναι και ο λιγότερο αμφιλεγόμενος κρίκος στην αλυσίδα των έργων του, αλλά βρίσκεται σε έναν ανοιχτό διάλογο με όλη του τη φιλμογραφία.
Για την ακρίβεια, έστω τη μεταφορική ακρίβεια, βρίσκεται σε έναν πυγμαχικό διάολογο με τα προηγούμενα έργα του.
Το 2017 δεν ασπάστηκα την σφοδρή κριτική για το Mother. Την βρήκα μια ταινία που, μέσα σε όλα τα δυσνότητα της, μέσα σε όλη την παράκρουσή της, μου προσέφερε κάποιες σκέψεις. Δύσκολα θα είναι στις ταινίες που θα θυμάμαι όταν θα είμαι πιο κοντά στον θάνατο, αλλά δεν πιστεύω κι ότι θα την έχει απωθήσει τόσο το μυαλό μου, ώστε να μου είναι απεχθής.
Το The Whale μου τα προκάλεσε όλα, θα έλεγα. Ακόμα και την απέχθεια. Απέχθεια που πηγαίνει ολόκληρη, με όλη μου την καλοσύνη, στην Σάντι Σινκ, την πιτσιρίκα από το Stranger Things, που υποδύεται την κόρη του Μπρένταν Φρέιζερ.
Οκ, ο ρόλος της την θέλει να είναι τόσο κακή ψυχικά – στο μέσα μου δεν δικαιολογείται με τίποτα από το ότι πόνεσε που στα 8 της ο πατέρας της εξαφανίστηκε. Δεν είναι ένας πατέρας-καθίκι και το βλέπει, το ξέρει. Απλώς αρνείται να αποδεχτεί ότι ο πατέρας της ένιωσε ερωτευμένος για έναν άλλον άνθρωπο – δεν έχει σημασία το φύλο – και δεν είχε την ίδια σε προτεραιότητα.
Ο Μπρένταν Φρέιζερ μου γέννησε όντως συμπάθεια, μια ανάγκη φροντίδας, με έκανε να φωνάζω από μέσα μου «μην παρατήσεις τον εαυτό σου, σταματά να τρως, θα πεθανεις, κάνε μια τελευταία προσπάθεια».
Και στην περίπτωσή του, ακόμα δεν έχω καταλήξει αν είναι όλο δικό του αυτό που μου άφησε η ερμηνεία του. Είναι για χειροκρότημα, είναι υπέρβαση σε σχέση με όσα μας έχει καταθέσει ο Φρέιζερ στο παρελθόν (btw ελάχιστοι τον έχουν δει στη σειρά Condor, όπου εκεί για μένα κάνει μεγαλύτερη υπέρβαση), αλλά νομίζω πως τα περίπου 100 κιλά που του έχουν προστεθεί, τον κάνουν πιο συμπαθή και μεγεθύνουν την εκφραστικότητα του.
Στο The Whale ο Φρέιζερ υποδύεται έναν υπερ-υπέρβαρο καθηγητή που μετά τον θάνατο του συντρόφου του, εξαιτίας μιας αίρεσης, παραδίδει το σώμα του στο φαγητό, αλλά στην ουσία το παραδίδει στον θάνατο. Απλώς, επειδή δε μπορεί να αυτοκτονήσει μια κι έξω, το κάνει αργά και βασανιστικά, θέλοντας να τιμωρήσει τον εαυτό του για όσα θεωρεί ευθύνες του.
Διδάσκει λοιπόν μόνο από υπολογιστή, ποτέ με ανοιχτή κάμερα, κι έχει την αδερφή του συντρόφου του να τον βοηθάει, μιας κι είναι και νοσοκόμα.
Στην ταινία βλέπουμε την τελευταία εβδομάδα της ζωής του, τις συζητήσεις του, την καθημερινότητα του σε ένα σπίτι σκοτεινό, με κατεβασμένα στόρια και παντζούρια κλειστά, όπου ελάχιστο φως διαπερνά, με καθημερινό ντελίβερι δίχως να εμφανίζεται στον ντελιβερά και αφήνοντας λεφτά σε ένα γραμματοκιβώτιο στην πόρτα, βλέπουμε την αποχώρηση από τη ζωή.
Σε αυτή την εβδομάδα τον επισκέπτεται πεισματικά ένας νέος που υποστηρίζει πως ανήκει στην ίδια αίρεση που ήταν ο σύντροφός του, τον επισκέπτεται η κόρη του που είναι κακή μαθήτρια, δεν έχει φίλους, αντιπαθεί τους πάντες και έχει βυθίσει την αγάπη της μέσα στο μίσος για εκείνον και η πρώην γυναίκα του, η μηγέτα της κόρης, που για 8 χρόνια τον έχει κάνει πέρα.
Σκηνοθετικά το The Whale δεν έχει πολλά στοιχεία να εστιάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι κι αναγκαίο. Το στοιχείο που κυριαρχεί είναι η αποκάλυψη του πραγματικού πυρήνα της ιστορίας που δεν είναι τελικά ένας αυτοκαταστροφικός άνθρωπος που γέμισε το σπίτι του σκοτάδι.
Είναι ένας μετανιωμένος μπαμπάς που πονάει για όσα έχασε με την κόρη του, που θυμάται τα χρόνια που πέρασαν μαζί και που θέλει να ζητήσει συγχώρεση και να κάνει τα πάντα για να της βγάλει το μίσος από μέσα της. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να το πάρει όλο πάνω του, να γίνει ο στόχος της.
Ως χαρακτήρας, αυτό που υποδύεται ο Φρέιζερ, φέρνει πολύ σε Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας στην προσέγγιση, ο Φρέιζερ καταφέρνει να δημιουργήσει ταύτιση, ειδικά σε ανθρώπους που έγιναν «βάρος» για την οικογένεια ή οικείους τους.
Δίνει πεδίο ταύτισης η ταινία σε ανθρώπους που φρόντισαν ή φροντίζουν ανήμπορους συγγενείς, γονείς, φίλους κλπ., διαχειρίζεται την έννοια της οδύνης και της απώλειας με έναν τρόπο κυνικά ρομαντικό ή ρομαντικά κυνικό, υπάρχει, με λίγα λόγια, μια ευαισθητοποίηση, ένα μήνυμα εναργές.
Είναι αυτό αρκετό ώστε το The Whale να θεωρηθεί συνολικά μια πολύ καλή ταινία; Μετά τις πρώτες δύο μέρες που κάπως με βάραινε η ανάμνηση της ταινίας, θαρρώ πως δεν αρκεί.
Σε αυτό το άχαρο παιχνίδι με τα αστεράκια, το The Whale παίρνει κάπου μεταξύ 2.5 και 3/5, όντας σίγουρα κάτω από το 3 και σίγουρα πάνω από το 2.5. Και πιο κοντά στο 2.5 όμως…