Το ημερολόγιο έγραφε 3 Οκτωβρίου 1973 όταν οι Έλληνες τηλεθεατές ήρθαν σε επαφή με το σίριαλ «Οι έμποροι των εθνών», βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μια σειρά που αποτέλεσε την πρώτη μεταφορά λογοτεχνικού έργου στην μικρή οθόνη, ανοίγοντας τον δρόμο για ανάλογες παραγωγές και δίνοντας την ευκαιρία σε πολλούς ηθοποιούς να γίνουν γνωστοί σε ευρύτερο κοινό.
Ο ιθύνων νους πίσω από αυτήν την προσπάθεια ήταν ο Δημήτρης Ποντίκας ο οποίος ήταν ο παραγωγός της σειράς ενώ σκηνοθέτησε και τα πρώτα επεισόδια, πριν αναλάβει εξ ολοκλήρου αυτόν τον ρόλο ο σπουδαίος Κώστας Φέρρης.
Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τα πενιχρά μέσα και δεδομένα της δεκαετίας του 1970, όταν η τηλεόραση έκανε ακόμη τα πρώτα της βήματα, μιλάμε για έναν πραγματικό άθλο. Κι αυτό διότι «Οι έμποροι των εθνών» δεν ήταν μια μεταφορά ενός απλού λογοτεχνικού έργου, αλλά ενός έργου εποχής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το κόστος μάλιστα ήταν μεγάλο αν σκεφτούμε τις ανάγκες που υπήρχαν σε σκηνικά, κοστούμια ακόμη και σε αντικείμενα. Στην Ραδιοτηλέοραση που κυκλοφορούσε τότε γίνεται και συγκεκριμένη αναφορά αφού κατασκευάστηκαν κατά παραγγελία κρεβάτια, τραπέζια, καρέκλες, μέχρι και τα πήλινα σκεύη, σε μια προσπάθεια για όσο το δυνατόν πιο πιστή μεταφορά.
Οι σεναριογράφοι Γιώργος Μπαλλής και Κώστας Δαρλάσης χρησιμοποίησαν ως πρώτη ύλη το βιβλίο του «κοσμοκαλόγερου» των ελληνικών γραμμάτων και μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές να μεταφέρουν στην μικρή οθόνη ιστορίες που χρονολογούνταν από το 1199, την περίοδο της Φραγκοκρατίας, όταν και εκτυλίσσεται η υπόθεση.
Αν και προφανώς υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο βιβλίο και το σίριαλ, ο Τύπος και οι κριτικοί θεωρούν ότι οι συντελεστές σεβάστηκαν στο μέτρο του δυνατού το ύφος του Σκιαθίτη λογοτέχνη ο οποίος περιγράφει τις περιπέτειες και τις μηχανορραφίες που συνέβαιναν στο παλάτι του άρχοντα της Νάξου, Ιωάννη Μούχρα και της κατά πολύ νεότερης συζύγου του, Αυγούστας, την ώρα που κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία είναι και ο κόμης της Βενετίας, Μάρκος Σανούτος.
Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, για αυτούς τους ρόλους οι αρχικές επιλογές ήταν ο Δημήτρης Μυράτ, η Βούλα Ζουμπουλάκη και ο Νίκος Βασταρδής. Τελικά, για διάφορους λόγους, κανείς εξ αυτών δεν ενσάρκωσε τους ήρωες του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και στις θέσεις τους το κοινό είδε τους Νίκο Τζόγια, Κατερίνα Αποστόλου και Ανδρέα Μπάρκουλη, πριν ο τελευταίος βρεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής μετά από μπλεξίματα που είχε με την δικαιοσύνη (διαβάστε περισσότερα εδώ) και αντικατασταθεί από τον Γιώργο Μπέλο.
Το καστ είχε και πολλά άλλα ονόματα, με κάποιους από αυτούς να είναι ήδη φτασμένοι (κυρίως θεατρικοί) ηθοποιοί και άλλους να κάνουν στο σίριαλ τα πρώτα βήματά τους. Αναμφισβήτητα ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζει η παρουσία του πολύ νεαρού τότε Στάθη Ψάλτη, ο οποίος υποδύεται τον γελωτοποιό στο παλάτι του Μάρκου Σανούτσου.
Μάλιστα πρόκειται για έναν χαρακτήρα ο οποίος δεν υπάρχει στο βιβλίο και αποτελεί μια σύγχρονη προσθήκη που έγινε λες και οι εμπνευστές αυτής της κίνησης θέλησαν να δώσουν στον Ψάλτη μια πρώιμη ευκαιρία να ξεδιπλώσει όλη την γκάμα του υποκριτικού ταλέντου του που αργότερα ταυτίστηκε για χρόνια σχεδόν αποκλειστικά με τις γνωστές κωμωδίες της δεκαετίας του 1980…
Στους «Εμπόρους των εθνών» συναντάμε ακόμη δύο πολύ μεγάλα ονόματα, αλλά από τον χώρο της μουσικής αυτή την φορά. Αυτό του Σταύρου Ξαρχάκου στην σύνθεση (για πρώτη φορά στην καριέρα του έγραφε για την τηλεόραση) και εκείνο του Νίκου Ξυλούρη στην ερμηνεία. Αναμφίβολα ξεχωρίζει το θρυλικό κομμάτι «Ήτανε μια φορά», σε στίχους του Κώστα Φέρρη, το οποίο τραγουδιέται μέχρι και σήμερα.
Ωστόσο μετά τα αιματηρά και θλιβερά γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973, τα ονόματά τους εξαφανίστηκαν από τους τίτλους αρχής και τέλους. Η διοίκηση της κρατικής ελληνικής τηλεόρασης και οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους, δηλαδή οι συνταγματάρχες της χούντας, πήραν αυτήν την ελεεινή απόφαση, λες και με αυτόν τον τρόπο θα έσβηναν από την μνήμη του λαού τα ίδια τα γεγονότα, κάτι που φυσικά δεν συνέβη.
Εκείνο που δυστυχώς όμως αποτελεί γεγονός είναι ότι αυτή η σειρά που λατρεύτηκε από τον κόσμο αν και έπαιζε απέναντι στο επίσης θρυλικό σίριαλ «Ο άγνωστος πόλεμος» δεν υπάρχει πουθενά σε κανένα αρχείο.
Κανένα από τα συνολικά 52 επεισόδια διάρκειας περίπου 45 λεπτών το καθένα δεν σώζεται σήμερα και το μόνο που απομένει για να την θυμίζει μετά τις 18 Σεπτεμβρίου 1974 όταν και έπεσε η αυλαία, είναι οι αναμνήσεις όσων την είδαν και κάποιες σκόρπιες φωτογραφίες είτε από προσωπικές συλλογές είτε από το περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση».
Κατά την προσφιλή τακτική της εποχής και για λόγους οικονομίας, κάθε επεισόδιο γραφόταν πάνω στο προηγούμενο ή χρησιμοποιούταν για κάτι εντελώς άσχετο, με αποτέλεσμα σήμερα οι νεότερες γενιές να στερούνται της ευκαιρίας να διαπιστώσουν οι ίδιες για τι επιπέδου αριστούργημα γίνεται λόγος.