Μία ταινία αποτελεί πολυπαραγοντική διαδικασία. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να έχουν κατά νου οι συντελεστές αναφορικά με το πώς θα παρουσιάσουν κάτι, τι θα προβάλλουν και τι όχι. Το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής είναι για παράδειγμα κάτι που δύσκολα μπορεί να αφήσει αδιάφορο έναν δημιουργό. Οδηγεί αυτό ενίοτε στην (αυτό)λογοκρισία; Ναι. Το «Ο Στρίγγλος που έγινε αρνάκι», του Αλέκου Σακελλάριου, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα περί τούτου…
Εμείς ξέρουμε την ταινία ως μια από τις πιο ευχάριστες και γνήσια κωμικές στιγμές του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου. ΟΚ, αρκετά σημεία της και αντιλήψεις φαντάζουν μάλλον αναχρονιστικά με βάση τα τρέχοντα «μυαλά» των ανθρώπων, αλλά τι να κάνουμε, το 1968 σκεφτόντουσαν έτσι κι αυτό δεν αλλάζει. Χώρια άλλωστε πως έχει τη γοητεία του να το προσεγγίζεις (και) ως ιστορικό ντοκουμέντο.

Όλα αυτά ενώ παρακολουθούμε τον χήρο εμποροπλοίαρχο Λεωνίδα Πετρόχειλο aka στρίγγλο, που υποδύεται φανταστικά ο – φανταστικός – Λάμπρος Κωνσταντάρας, να προσπαθεί να κρατήσει δια της φωνής και της καρπαζιάς μια κάποια τάξη σε ένα σπίτι που έχει βαρέσει διάλυση μετά το θάνατο της γυναίκας του. Οι τρεις γιοι του, Κίμωνας, Ανδρέας και Μπάμπης (Παύλος Λιάρος, Θανάσης Παπαδόπουλος και Βαγγέλης Ιωαννίδης αντίστοιχα) είναι αυτό που τότε αποκαλούσαν… αχαΐρευτα γαϊδούρια.
Η θρυλική σκηνή με το «λίγο νερό ρε παιδιά» περιγράφει επαρκώς τα τι και πώς:
Τα διαδοχικά – και απολαυστικά – «το νου σας ρεμάλια» του Κωνσταντάρα, επίσης:
Ο Λεωνίδας αποκλείει το ενδεχόμενο να ξαναπαντρευτεί. Τελικά έπειτα από παρακάλια του φίλου του Ξενοφώντα (Σταύρος Ξενίδης) δέχεται τουλάχιστον να προσλάβει ως οικονόμο στο σπίτι του τη Μαίρη (Μάρω Κοντού). Και τότε, μεμιάς, όλα αλλάζουν. Με τη γλυκάδα και τον χαράς ευαγγέλια χαρακτήρα της, η νεαρή γυναίκα θα βάλει στη θέση τους τα τρία παιδιά του Λεωνίδα και θα οργανώσει στην εντέλεια το σπίτι.
Προϊόντος του χρόνου όμως αποκαλύπτεται το πραγματικό της κίνητρο και τότε όλα αποκτάνε άλλη διάσταση. Η Μαίρη ήταν αδελφή ενός νεαρού που φοιτούσε στη σχολή που διεύθυνε ο Πετρόχειλος, του Χατζηθωμά. Εκείνος είχε κάνει κάποιο παράπτωμα και ο Πετρόχειλος, έξαλλος από οργή, είχε αποφασίσει να τον αποβάλλει δια παντός. Όσο και να τον παρακαλούσαν διάφοροι, γνωστοί και φίλοι, να ανακαλέσει, αυτός τίποτα. Αγύριστο κεφάλι. Οπότε η Μαίρη, μπαίνοντας στο σπίτι του, ήλπιζε πως θα μπορούσε να του αλλάξει γνώμη εκ των έσω. Κρατώντας κρυφή την πραγματική της ταυτότητα.

Όμως η αλήθεια έρχεται τελικά στο φως. Οπότε ο Πετροχείλος, με βαριά καρδιά, απολύει την Μαίρη. Προσλαμβάνοντας μια άλλη οικονόμο, την οποία υποδύεται η Μίτση Κωνσταντάρα (εδώ πέφτει και η ατακάρα: «Κάποτε ήμουνα πουλί και μ’ αγαπούσανε πολλοί!»). Όμως σε όλους στο σπίτι λείπει η Μαίρη. Και περισσότερο στον Λεωνίδα, που την έχει ερωτευτεί σφόδρα στο μεταξύ. Ε, το happy end μετά δεν αργεί να έρθει…
Και μένει το ερώτημα: Ποιο ήταν τελικά το παράπτωμα του Χατζηθωμά, το τόσο μεγάλο και σοβαρό ώστε ο Πετροχείλος να μην επιδέχεται συζήτησης για το θέμα; Στην ταινία δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Δεν δίνεται η παραμικρή εξήγηση. Κι αυτό, όσο να το πεις, συνιστά ένα κάποιο σεναριακό κενό. Ξέρουμε όμως την αλήθεια. Πολύ απλά επειδή το «Ο Στρίγγλος που έγινε αρνάκι» ήταν αρχικά θεατρικό, γραμμένο το 1947 με τίτλο «Η Κυρία Ατυχήσασα». Εκεί η αιτία της αποβολής δεν έμεινε κρυφή.
Στην πρώτη λοιπόν θεατρική εκδοχή, ο πρωταγωνιστής ονομάζονταν Φανούρης Πετροχείλος, ήταν δικαστικός, πρόεδρος κάποιας επιτροπής και θα αποφάσιζε για τον εκτοπισμό του νεαρού Χατζηθωμά, ο οποίος είχε συλληφθεί για την πολιτική του δράση, ως κομμουνιστής. Εάν όμως για το 1947 το παράπτωμα αυτό μπορούσε να παρουσιαστεί στο κοινό, το 1968, ενώ μέσω Χούντας, έκανε τζιζ και ο Αλέκος Σακελλάριος προτίμησε να μην το αναφέρει καν και να το αφήσει φλου. Η αυτολογοκρισία που λέγαμε στην αρχή του κειμένου…