Απ’ όσες έχουμε δει έως τώρα: Η καλύτερη ελληνική σειρά της σεζόν που αξίζει να ξεκινήσεις 

Απολαυστικά αστείο, απολαυστικά αναζωογονητικό  

Από μόνο του το παρελθόν δεν εγγυάται το οτιδήποτε. Ειδικά στην τηλεόραση, ένα σκληρό μέσο. Επίσης το χιούμορ συνιστά μια δυναμική διαδικασία. Δεν είναι δεδομένο πως αυτό που ήταν αστείο πριν από 20 χρόνια περνάει ακόμα στο σήμερα, ειδικά αν δεν βρεθεί τρόπος να ακουστεί «σωστά». Να λοιπόν το γιατί το σκίρτημα χαράς που νιώσαμε σαν ακούσαμε πως ο Λευτέρης Παπαπέτρου υπογράφει την ελληνική διασκευή του βρετανικού Ghosts συνοδεύτηκε και από μία (μικρή) επιφύλαξη. Θα ‘ναι τόσο καλή η σειρά όσο μας έχει συνηθίσει; Θα ακολουθεί τα χνάρια προηγούμενων, θρυλικών πια, δουλειών του (Ντόλτσε Βίτα, Εγκλήματα, Είσαι το Ταίρι μου, Κάτω Παρτάλι);

Δύο επεισόδια μετά, τα Φαντάσματα του Star, μας έχουν δώσει την απάντηση, ηχηρά: Το ταλέντο (αυτό) είναι διαχρονικό. Υπόκλιση και «ευχαριστώ». Ο Λευτέρης Παπαπέτρου το έκανε ξανά το θαύμα του. Και δεν είναι πως επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Όπως για παράδειγμα έκαναν πέρυσι οι Ρέππας-Παπαθανασίου με την Κατάρα της Τζέλας Δελαφράγκα – γι’ αυτό και σχεδόν κανείς δεν (θέλει να) το θυμάται σήμερα. Όχι. Εξελίσσεται, διαφοροποιείται. Επειδή είχαμε δει την αμερικάνικη βερσιόν του Ghosts (στην Cosmote) είχαμε μια έξτρα αγωνία για το πώς θα μεταφερθεί στα μέρη μας. Κανένα, μα κανένα, πρόβλημα. Η προσαρμογή έγινε ομαλά, με σεβασμό στο πρωτότυπο και με τις απαραίτητες τζούρες «ελληνικότητας». Η σειρά είναι απολαυστική. Πραγματικά αστεία, πραγματικά comfort και feel good. Οι ατάκες πέφτουν η μία μετά την άλλη, ενώ τα οπτικά – ειδικά εφέ και η σκηνοθεσία, της Αμαλίας Γιαννίκου, είναι υψηλοτάτου επιπέδου.

Κάτι απαραίτητο αφού καταπώς από τον τίτλο μαθαίνουμε, εδώ έχουμε να κάνουμε με φαντάσματα. Εννέα τον αριθμό… ζωή να ‘χουν. Βρίσκονται παγιδευμένα σε ένα αρχοντικό στην Κηφισιά, όταν η ιδιοκτήτρια του οικήματος, πλήρης ημερών, μας αφήνει χρόνους. Κι εδώ μπαίνει στην ιστορία το (απολαυστικό) ζεύγος Έλλη Τρίγκου – Ορφέας Αυγουστίδης ως Μαρίνα και Χάρης. Η πρώτη είναι η μοναδική κληρονόμος της αποβιώσασας. Το σπίτι περιέρχεται λοιπόν στην κατοχή της. Στο ιδανικό timing, αφού τα παιδιά έψαχναν να νοικιάσουν και δεν έβρισκαν τίποτα – καταραμένη ακρίβεια. Τα φαντάσματα δεν πολυχάρηκαν όταν τους είδαν. Τους χάλαγαν τη φάση. Μέχρι που ένα ατύχημα κάνει τη Μαρίνα να… πάει και να έρθει και μόλις συνέλθει, να μπορεί και να δει και να μιλήσει με τα φαντάσματα! Γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους…

Κάθε φάντασμα προέρχεται από διαφορετική ιστορική εποχή και κοινωνική τάξη και έχει τη δική του μοναδική ιστορία.

Η Ναταλία Τσαλίκη παίζει – απολαυστικά – την παλαιών αρχών και μεγαλωμένη με γαλλικά, πιάνο και μπαλέτο μακρινή πρόγονο της Μαρίνας.

Η Αγορίτσα Οικόνομου δίνει ρεσιτάλ παίζοντας μια αγωνίστρια του 1821 που κάηκε ζωντανή από τους Τούρκους («φύγε, φύγε!» σου λέμε κι αν έχεις δει, ξέρεις…).

Η Ευαγγελία Καρακατσάνη είναι μια Αθηναία που σκοτώθηκε από τους Ρωμαίους και είναι η προσωποποίηση της αθωότητας και της καλοσύνης.

Ο Θοδωρής Σκυφτούλης τα «σπάει» ως… άνθρωπος των σπηλαίων.

Ο Χάρης Φλέουρας είναι ο ταγματάρχης Καρκαλέντζος, φαινομενικά αμέμπτου ηθικής, που σκοτώθηκε από τους Γερμανούς στην Κατοχή και κρύβει ένα μεγάλο, ερωτικό, μυστικό.

Ο Άλκης Μπακογιάννης είναι ένας ρομαντικός ποιητής των αρχών του 20ου αιώνα, που ερωτεύεται τη Μαρίνα

Ο Νίκος Γιαλελής είναι ο καλοσυνάτος πρόσκοπος με το βέλος στο λαιμό (ξέρουμε άρα με τη μία τι τον «έστειλε»)

Στέλιος Ιακωβίδης – Ρωμανός Κατσαρής γίνονται το κεφάλι και το σώμα ενός ιππότη, που αποκεφαλίστηκε επί Φραγκοκρατίας.

Και last but not least, o Άρης Τρουπάκης, αποκάλυψη ως ο ακόλαστος ερωτιάρης βουλευτής που πέθανε εν ώρα οργίου στα τιμημένα 90’s.

Συναντάμε, παρεμπιπτόντως, φαντάσματα και στο υπόγειο του αρχοντικού, έχουν κολλήσει από την εποχή της Αρχαίας Ελλάδας. Θα δούμε κι άλλα στην πορεία, τα περιμένουμε πώς και πώς. Η πρόβλεψη είναι άλλωστε μόνο για 10 επεισόδια – ως τώρα έχουν παιχτεί τα 2 από το Star. Από τη μία, μας χαλάει που θα ‘ναι τόσο λίγα, από την άλλη, καλύτερα να μείνουν σε περιορισμένο αριθμό και να διατηρήσουν στάνταρ την ίδια ποιότητα. Κι αν μετά υπάρχει χρόνος, να προκύψουν κι άλλα (επεισόδια). Αλλά ό,τι γίνει, να γίνει φυσιολογικά, χωρίς την πίεση του «κι άλλο, κι άλλο» των χαοτικών καιρών μας, που σκοτώνει την έμπνευση και οδηγεί στην επανάληψη. Είναι άλλωστε και πολύ απαιτητικά τα γυρίσματα, καθώς αρκετές σκηνές πρέπει να γυρίζονται δύο φορές, με φαντάσματα ή χωρίς. Δίχως να αλλοιώνεται η αίσθηση της συνέχειας.

Τα Φαντάσματα μπήκαν στην (τηλεοπτική) ζωή μας σαν… φάντασμα αλλοτινών εποχών της τηλεόρασης. Τότε που γελούσαμε πραγματικά, τότε που γεννιόντουσαν ατάκες – που διόλου τυχαία λέμε ακόμα. Είναι η καλύτερη ελληνική σειρά της φετινής σεζόν; Είναι σίγουρα φανταστική! Και το κοινό ανταποκρίνεται, οι μετρήσεις τηλεθέασης το αποτυπώνουν.