Είναι ντροπή, το παραδεχόμαστε. Οφείλετε να μας αναγνωρίσετε, όμως, ότι τολμάμε να παραδεχτούμε ότι κάποτε –πολλά χρόνια πριν- λυγίσαμε στη θέα των ταινιών που μας έκαναν να παγώσουμε από τον φόβο μας.
Άλλοι στα 7, άλλοι στα 9 κι άλλοι (οι χειρότεροι όλων) στα 15 μας, μπήκαμε στον πειρασμό να παρακολουθήσουμε κάποιο από τα πιο hardcore θρίλερ της εποχής μας και να καταλήξουμε στο… κρεβάτι των γονιών μας για συμπαράσταση. Τι το θέλαμε;
Με αφορμή την επιστροφή του απόλυτου εφιάλτη της παιδικής μας ηλικίας, αποφασίσαμε να κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν και να θυμηθούμε τις φιγούρες που μας στοίχειωνα για πολλά βράδια μετά την παρακολούθηση των πιο must ταινιών θρίλερ της εποχής.
Μήπως κι εσείς συμπάσχετε;
Δημήτρης Πετρίδης: «Η Σιωπή των Αμνών» (1991)
Αρχές των 90s και σ’ ένα περιοδικό της εποχής (τότε εκδίδονταν σε παπύρους- για να μαθαίνουν οι νεότεροι….) διαβάζω για τη βραδινή ταινία του ΑΝΤ1, στην οποία «… ένας ανθρωποφάγος ψυχολόγος, ο οποίος βοηθάει τη νεαρή Κλαρίς Στάρλινγκ να επιλύσει διάφορους φόνους».
Κάπως έτσι, κάθομαι ο παμφάγος ν’ απολαύσω στα 8 μου (1993) τον ανθρωποφάγο Χάνιμπαλ Λέκτερ στην αριστουργηματική «Σιωπή των Αμνών» του Τζόναθαν Ντέμι.
Στην σκηνή που ο Άντονι Χόπκινς «επιτίθεται» στους αστυνομικούς στο κελί του και τους δαγκώνει στο πρόσωπο σα να’ ναι ζαχαρωτά, αλλά και σε αυτή με τον Τεντ Λεβίν (ο «Μπάφαλο Μπιλ» της ταινίας) να πετάει φαγητό στην κρατούμενή του στο πηγάδι- βλέποντας, παράλληλα, τις αιμάτινες νυχιές στο πλαϊνό μέρος των τοιχωμάτων- οι φωνές μου πρέπει ν’ ακούστηκαν, σύμφωνα με κάτι πρόχειρες μετρήσεις, μέχρι τον Πλούτωνα, ενώ τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν πήγα για ύπνο.
Ήμουνα, λέει, σ’ ένα νεκροταφείο και έβλεπα τον Χάνιμπαλ, μέσα στην «άρρηκτη» ακινησία του, να με καλεί να πάω κοντά του. Όταν πλησίαζα, άνοιγε το στόμα και…
Και τιναζόμουν φωνάζοντας τη μαμά μου (ε ναι κυρία μου και οι άντρες κλαίνε). Αυτή ερχόταν, μ’ έπαιρνε αγκαλιά, αναρωτιόταν αν είναι αναστρέψιμη η κατάστασή μου ή αν θα «γράφω» καλά στο φακό με ένα λευκό πουκάμισο που κουμπώνει πίσω, και μετά μ’ άφηνε να κοιμηθώ μ’ αυτήν και με τον μπαμπά.
24 χρόνια αργότερα, ύστερα από δεκάδες θεάσεις του φιλμ και την ανάγνωση του συγκλονιστικού βιβλίου του Τόμας Χάρις, η κατάσταση έχει μετριαστεί: Tο νεκροταφείο παραμένει εκεί, όμως ο Χάνιμπαλ φαίνεται πιο φιλικός όταν τον πλησιάζω.
Μόλις ανοίξει και πάλι το στόμα του, όμως, ο κρύος ιδρώτας επιστρέφει.
Απ’ ό,τι φαίνεται, οι Αμνοί δεν πρόκειται να σωπάσουν ποτέ.
Ερρίκος Βούλγαρης – «Ο Εξορκιστής» (1973)
Μεγαλώνοντας σε μία εποχή που δεν υπήρχαν ιδιωτικά κανάλια παρά μόνο κρατική και σινεμά, ο μόνος τρόμος που μπορούσαμε να βρούμε σε ταινία σαν παιδιά ήταν μεταμεσονύκτιες προβολές. Έπρεπε να πετύχουμε και νύχτα που θα κοιμούνται οι γονείς μας. Μία τέτοια νύχτα είδα τον Εξορκιστή.
Ως τότε δεν υπήρχε το σημερινό ίντερνετ, με άρθρα που θα το κατέτασσαν σε λίστες με τρομακτικότερες ταινίες.
Το έπος του Ουίλιαμ Φρίντκιν στοίχειωσε τα παιδικά μου όνειρα για εβδομάδες μετά από εκείνη την προβολή. Δεν ήταν τόσο το gore κομμάτι, ούτε το μεταφυσικό.
Τρομακτικά και αυτά μεν αλλά η σκηνή που με έκανε να αναθεωρήσω τον άφοβο έως τότε χαρακτήρα μου ήταν αυτή που η δαιμονισμένη Λίντα Μπλερ, πάνω στον εξορκισμό, ενώ γρυλίζει σαν λυσσασμένο σκυλί, ξεκινάει μιλάει με τη φωνή της μητέρας του πατέρα Κάρρας.
Why you do this to me Dimi? Γιατί μου το έκανες αυτό ρε Εξορκιστή;
Όλγα Παρθενέα–Γεωργάτσου: «Pet Sematary» (1989)
Μέγα λάθος να επιχειρήσω να δω Στίβεν Κινγκ πριν καλά καλά μπω στα 10 μου χρόνια. Η αρχή, μάλιστα, ήταν κάτι παραπάνω από ψυχοφθόρα.
Όταν έπεσε στα χέρια μου η βιντεοκασέτα του «Pet Sematary», δεν ήξερα καλά – καλά ότι o τίτλος είναι (ανεξήγητο μέχρι σήμερα) λογοπαίγνιο του «cemetary» που θα πει… νεκροταφείο.
Όχι ότι αν το ήξερα θα άλλαξε κάτι, καθώς το χαριτωμένο –κατά τα άλλα- μαύρο γατί που είδα να φιγουράρει στο εξώφυλλο δε δελέασε τρομερά. Με άλλα λόγια… καλά να πάθω.
Δε θυμάμαι πόσες μέρες μετά την ταινία έκανα να πλησιάσω τις γάτες του σπιτιού μου. Κυρίως τις μαύρες. Αυτό που μου έχει μείνει είναι ότι τόλμησα να δω ξανά την εν λόγω ταινία στα 23 μου. Σαφώς πιο προετοιμασμένη αυτή τη φορά.
Κατά βάθος ντρέπομαι. Μα ξέρεις τι είναι να βλέπεις τον «Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι» και να σε ταράζει μια… διαβολόγατα;
Βαγγέλης Χαντζής: «Hellraiser» (1987)
Είχατε ποτέ έναν βιντεοκλαμπά δίπλα στο σπίτι σας που ακόμα και 9 χρονών να ήσαστε σας επέτρεπε να νοικιάζετε, μαζί με το Μικρό μου Πόνυ της αδερφής σας, ταινίες τρόμου; Ε ο μικρός Βαγγέλης είχε και 26 χρόνια πριν του επέτρεψε να νοικιάσει το πρώτο Hellraiser.
Και πόση χαρά έκανε ο μικρός όταν έβαλε την κασέτα στο βίντεο να την δει μόνος το βράδυ, σε θεοσκότεινο σαλόνι. Λίγα λεπτά μετά ήρθε. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι να είμαι παγωμένος στη θέση μου, να μην μπορώ να σηκώσω το χέρι μου να κλείσω το βίντεο, να έχω ανατριχιάσει όσο δεν πάει.
Πρωτόγνωρο συναίσθημα παρότι είχα δει ταινίες που διαφημίζονταν ως πολύ πιο σκληρές, ακόμα και αν ήμουν ακόμα 9.
Ίσως να ήταν ο φόβος για τις βελόνες, ίσως η ατμόσφαιρα, μπορεί να ήταν η φωνή του Pinhead, ίσως όλα αυτά μαζί. Πρώτη φορά ένιωσα σα να παραλύω και δεν θα το αρνηθώ ότι δεν ξαναείχα τέτοιο αίσθημα σε καμιά από τις χιλιάδες ταινίες τρόμου που είδα από τότε. Ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί.
Δεν ξαναείδα το Hellraiser από τότε, ούτε τις συνέχειές του.
Στέργιος Πουλερές: «It»
Ήμουνα 12 προς 13. Τότε συνήθιζα να κοιμάμαι στα μουλωχτά γύρω στη 1. Προφανώς καθόμουν για να δω τις soft τσόντες στο Alter.
Η ώρα ήταν 11. Καθώς περίμενα να αρχίσει, είχα αφήσει το Star να παίζει. Βλέπω μια σκηνή όπου ένας πιτσιρικάς με αδιάβροχο είναι στο δρόμο και κυνηγάει το χάρτινο καραβάκι του. Το καραβάκι μπαίνει σε έναν υπόνομο. Ων αρκετά άψητος σε τέτοιες φάσεις, δεν ψυλλιάστηκα που θα πάει το πράμα.
Καθόμουν πολύ ήρεμα κάτω από το πάπλωμα. Ώσπου πετάχτηκε ο Pennywise. Δεν χρειάστηκα πάνω από 2 – 3 δεύτερα για να αντιληφθώ πόσο τρομακτικός ήταν. Εννοείται πως σηκώθηκα κι έτρεξα στο κρεβάτι της μάνας μου.
Εννοείται πως της ζήτησα να μου φτιάξει κάτι να φάω για να ηρεμήσω. Έτσι, με το τοστ ανά χείρας, συνέχισα να βλέπω την ταινία. Κάθε φορά που εμφανιζόταν ο κλόουν έριχνα μια δαγκωνιά. Από τότε ξέρω πως μόνο με μπουκωμένο στόμα μπορώ να δω το The It. Κάτι που θα συμβεί και στο επερχόμενο reboot.
Δημοσθένης Χριστόπουλος: «Batman Returns»
Η αλήθεια είναι πως όταν ήμουν πιτσιρικάς δεν είχα δει καμία από τις ταινίες που παραδοσιακά βλέπουμε στη μικρή μας ηλικία και τα κάνουμε πάνω μας. Βασικά, όλες αυτές τις ταινίες τύπου «Εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες» τις είδα όταν ήδη είχα περάσει τα 13 και είχα αφήσει πίσω μου τη φάση «βλέπω μια ταινία και μετά δεν μπορώ να κοιμηθώ» κτλ.
Τη μεγάλη τρομάρα, ωστόσο, στην παιδική μου ηλικία την πήρα με μια ταινία που δεν ήταν φτιαγμένη για αυτό το σκοπό αλλά, όπως μαθαίνω πλέον μιλώντας με συνομήλικούς μου, στοίχειωσε και άλλα παιδικά όνειρα εκτός από τα δικά μου.
Μιλάω για το «Batman Returns» του Τιμ Μπάρτον, το οποίο είχα δει όταν πήγαινα τρίτη δημοτικού. Η φιγούρα του Πιγκουίνου πραγματικά με είχε κάνει να βλέπω εφιάλτες- μιλάμε ότι ο Ντάνι Ντε Βίτο ήταν η προσωποποίηση του παιδικού εφιάλτη σε αυτή τη ταινία.
Ειλικρινά, δεν νομίζω ότι τα παιδιά που τρόμαξαν με τον Πιγκουίνο σε αυτή τη ταινία θα τρόμαζαν με τον Φρέντι Γκρούγκερ, ο τελευταίος θα τους έμοιαζε κανονικό παιδικό!
Και για να είμαι ειλικρινής και η ιστορία της Κατγούμαν μου είχε προκαλέσει μερικές ανατριχίλες και, γενικά, όλη η ατμόσφαιρα που είχε φτιάξει ο Μπάρτον σε αυτή την ταινία ήταν λες και έβλεπες εφιάλτη!
Το συγκεκριμένο φιλμ μ’ έκανε να φοβηθώ το σύμπαν του Μπάτμαν και ως εκ τούτου να το πάρω τόσο σοβαρά που για πάντα έμεινε ο αγαπημένος μου υπερήρωας. Τιμ Μπάρτον, εγώ και εκατομμύρια άλλα παιδάκια, ευχαριστούμε που μας έκανες να παγώσουμε με το «Batman Returns».
Τα σημερινά πιτσιρίκια που μεγαλώνουν με τις αποστειρωμένες ταινίες της Marvel δεν θα βιώσουν ποτέ αυτό που μας έκανες να βιώσουμε εμείς.
God bless Batman Returns…