Η πόλη Ντέρι δεν υπάρχει. Είναι ένα φανταστικό δημιούργημα του εντυπωσιακά πολυπαραγωγικού μυαλού του Στίβεν Κινγκ. Σ’ αυτό το καταραμένο μέρος κατοικεί ένα πλάσμα που -όπως κάθε πηγή τρόμου που σέβεται τον εαυτό της- είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ως προς τη φύση του.
Ξέρουμε μόνο πως παίρνει τη μορφή ενός κλόουν έτσι ώστε να μοιάζει φιλικό για τα μικρά παιδάκια που θέλει να προσεγγίσει και, αφού τα ξεγελάσει, θρέφεται από το φόβο τους και τις ψυχές τους. Μετά, έχοντας σκορπίσει παιδικό θάνατο στο διάβα του, πέφτει για ύπνο χορτασμένο και 27 χρόνια αργότερα επανέρχεται και συνεχίζει το κυνήγι.
Είναι ένα πλάσμα αιώνιο. Υπήρχε από πάντα και για πάντα θα υπάρχει. Μπορεί να νικηθεί μόνο αν το υποσυνείδητό σου πάψει να φοβάται. Αλλά σε έναν κόσμο που καθορίζεται από τον φόβο, πώς ακριβώς να πάψεις να φοβάσαι διάολε;
Το It του Στίβεν Κινγκ επιστρέφει στην οθόνη. Όχι τη μικρή, όπως 27 χρόνια πριν, αλλά τη μεγάλη. Είναι άραγε συμπτωματικό ότι, όπως και όσον αφορά αυτό το διαβολικό πλάσμα, έτσι και η δεύτερη διασκευή του ιστορικού βιβλίου του Κινγκ γυρίζει 27 χρόνια μετά την πρώτη; Ενδιαφέρον στοιχείο για τις geek συζητήσεις μας αν μη τι άλλο. Σαν εύρημα ωστόσο σχετικά εύκολο…
Τα 80s άλλωστε απέχουν 27 χρόνια από το σήμερα. Και στην εποχή της τεράστιας νοσταλγίας, στην εποχή των σίκουελ, των reboot και των ριμέικ των ταινιών που στιγμάτισαν τα 80s, τέτοια χρονολογικά παιχνίδια είναι πανεύκολο να γίνουν. Η συγκυρία της νοσταλγικής εποχής ωστόσο δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που λειτουργεί ως «στρωμένο χαλί» για την αναβίωση του It.
Το δεύτερο μεγάλο στοιχείο που κάνει το It του 2017 μια ελπιδοφόρα προσπάθεια είναι πως αυτή διεξάγεται εν μέσω μιας χαρακτηριστικής αναβίωσης του horror σινεμά. Σαν βασιλιάς που επιστρέφει σε ένα βασίλειο που μόλις ξαναχτίστηκε από μικρές και ανεξάρτητες αλλά αριστουργηματικές δημιουργίες όπως το «It Follows» και το «Get Out», το θρυλικό It έρχεται απλά για ν’ ανέβει στον θρόνο του είδους.
Παίρνει ωστόσο αυτή τη θέση με το σπαθί του ή ο θρόνος τυχαίνει να είναι κληρονομικός και το It απλά κληρονομεί δόξα και φήμη χωρίς καν να κουραστεί;
Κάπου εδώ η συζήτηση αρχίζει να γίνεται λίγο άβολη για την ταινία του άπειρου Άντι Μουσιέτι.
Όσοι μεγαλώσαμε με την τηλεταινία του 1990 να στοιχειώνει τα όνειρά μας δεν θα δυσκολευτούμε να καταλάβουμε πως η εναρκτήρια σεκάνς του It του 2017 είναι αποκλειστικά αφιερωμένη σε εμάς. Η κλασική στιγμή που ο κλόουν Πένιγουαϊζ είναι κρυμμένος σε έναν υπόνομο και προσεγγίζει ένα ανυποψίαστο παιδάκι μέσα στη βροχή αναβιώνει με κινηματογραφικούς όρους και περήφανα ο Μουσιέτι μας κλείνει το μάτι.
Η καλτ, τηλεοπτική αίσθηση της αντίστοιχης σκηνής του 1990 αφαιρείται, η υποβλητική κινηματογράφηση και η α λα «Μωρό της Ρόζμαρι» μουσική έρχονται να κάνουν πιο στιβαρή τη σκηνή. Τι κι αν ξέρουμε τι θα γίνει; Οι χτύποι της καρδιάς μας ήδη αυξάνονται ενώ ο Πένιγουαϊζ αποπλανεί τον μικρό Τζόρτζι. Όλα όσα υπονοούνται στην εκδοχή του 1990, εδώ τα βλέπουμε ξεκάθαρα. Τo It έχει επιστρέψει μετά από 27 χρόνια και είναι πολύ πεινασμένο…
Δυστυχώς, ωστόσο, αυτή είναι μια αίσθηση που χάνεται σχετικά άμεσα. Ο Μουσιέτι αδυνατεί να προσδώσει χαρακτήρα στο δημιούργημά του. Αναλώνεται απλά σε μια κινηματογραφικού τύπου μεταφορά των όσων έχουμε δει ήδη. Το βαρύ όνομα του It δίνει αξία στην ταινία του, αλλά η ίδια η ταινία δεν κάνει τίποτα για να αποκτήσει αξία.
Ο Πένιγουαϊζ είναι επιτηδευμένα τρομακτικός, η ουσία αναφορικά με την όψη του χάνεται: εκεί που ο Τιμ Κάρι έμοιαζε με έναν σχετικά θλιμμένο αλλά και φιλικό κλόουν (και αυτό σε προδιέθετε ότι μπορούσε όντως να ξεγελάσει ένα παιδάκι), ο νέος Πένιγουαϊζ του Μπιλ Σκάρσγκαρντ κάνει τόση μεγάλη προσπάθεια να μοιάζει τρομακτικός (και εδώ που τα λέμε δεν τα καταφέρνει και πολύ) που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν οι δημιουργοί της ταινίας έχουν μπει καν στη διαδικασία να καταλάβουν γιατί το Αυτό παίρνει τη μορφή ενός κλόουν και όχι ενός βαμπίρ ας πούμε!
Γενικότερα, το It του 2017 μοιάζει να είναι πολύ περισσότερο μια αυτούσια, εκσυγχρονισμένη μεταφορά του τηλεοπτικού It του 1990 και πολύ λιγότερο μια νέα προσέγγιση του βιβλίου του Κινγκ όπως θα όφειλε. Να και ο λόγος της… ατυχούς προσπάθειας του καινούριου Πένιγουαϊζ που αντί να προσπαθεί να μοιάζει ένας φιλικός κλόουν που μετασχηματίζεται σε εφιάλτη, ιδρώνει για να φαίνεται εξαρχής πιο τρομακτικός από τον προκάτοχό του.
Η αλήθεια είναι πως το καινούριο It δεν έχει και πάρα πολλά να μας προσφέρει. Απλά προσθέτει σε ένα έτοιμο περιεχόμενο την αισθητική της νοσταλγίας αντιγράφοντας ξεδιάντροπα την αισθητική του Stranger Things – μέχρι και έναν από τους πρωταγωνιστές του, αυτόν με την πιο «σπιλμπεργκική» φάτσα, βούτηξαν από το εν λόγω σίριαλ.
Ας τονίσουμε την λέξη «αντιγράφοντας» δεδομένου πως ενώ το Stranger Things ήταν ένας συνεχόμενος φόρος τιμής στην ποπ κουλτούρα των 80s που κατά τα άλλα είχε πρωτογενές περιεχόμενο, το It δεν κάνει καν αυτό, απλά ξεπατικώνει έναν φόρο τιμής (!) χωρίς καν πρωτογενές περιεχόμενο!
Ο Μουσιέτι παίζει συντηρητικά. Με ασφάλεια. Τι κι αν η εμπορική επιτυχία είναι δεδομένη; Τι κι αν το It είναι καταδικασμένο να σπάσει τα ταμεία; Τι κι αν είναι μια ταινία με μηδαμινό εμπορικό ρίσκο; Ο σκηνοθέτης της όλα αυτά δεν τα βλέπει σαν μαξιλαράκια που θα του επιτρέψουν να τολμήσει για την αναβάθμιση του υλικού του αλλά σαν εγκλωβιστική συνθήκη που του υπαγορεύει να μην προχωρήσει πέρα από την πιο απλοϊκή αναπαράσταση της (πασίγνωστης έτσι κι αλλιώς) ιστορίας που έχει να διηγηθεί.
Κι όμως, αν κάτι περιμένεις από την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά ενός παιδικού ψυχογραφήματος με άξονα την horror κουλτούρα είναι, αν μη τι άλλο, λίγη τόλμη.
Για παράδειγμα: αν αυτή η ταινία δεν εισάγει μέσα στα τεκταινόμενα της πλοκής το κοινωνικό περιβάλλον της φανταστικής πόλης όπου τα πάντα λαμβάνουν χώρα, αν δεν κάνει την ηττοπαθή και αλλόκοτη προσαρμογή της τοπικής κοινωνίας στο φόβο και τον τρόμο συμπρωταγωνιστή των πιτσιρικιών, τότε πως θα μας περάσει την αξία της παιδικής συλλογικότητας που έρχεται (ως το νέο και άφθαρτο) να γυρίσει τούμπα αυτό το άρρωστο, στατικό περιβάλλον του φόβου;
Για παράδειγμα: πώς θα σκάψεις μέσα στην παιδική ψυχή αν αποκρύψεις το feeling του αγορίστικου ανταγωνισμού για την κατάκτηση της κοριτσίστικης καρδιάς; Πως θα μιλήσεις για έφηβα παιδιά χωρίς να μιλήσεις για τα ερωτικά τους ένστικτα; Πώς θα κάνεις κατανοητή την ειδική μεταχείριση του μοναδικού κοριτσιού της παρέας αν απογυμνώσεις το στόρι από την αυθόρμητη εξουσία που εκείνη νιώθει ως κορίτσι ανάμεσα σε αγόρια; Διάολε, ακόμα και η τηλεταινία του 1990, έστω επιδερμικά, άγγιζε όλες αυτές τις ψυχολογικές προεκτάσεις που ο Μουσιέτι φοβάται να αγγίξει.
Αλλά ακόμα και έτσι, ακόμα και χωρίς αυτή την τόλμη, η ταινία έχει ευκαιρίες να ανοίξει συζητήσεις, να γίνει λίγο αμφιλεγόμενη, να μας κάνει να την σκεφτόμαστε μέχρι το δεύτερο μέρος. Στην τελευταία σεκάνς της ταινίας, εκεί που «η παρέα των loosers» εφορμεί ομαδικά εναντίον του φόβου που δεν μπορεί να νικηθεί ατομικά, όλα μοιάζουν ευνοϊκά για μια μεγάλη υπέρβαση: τουλάχιστον τρεις φορές το σενάριο πετάει τυράκια για ένα άκρως σοκαριστικό και σκοτεινό φινάλε.
Όμως μάταια. Είπαμε, το It δεν θέλει να προκαλέσει, δεν θέλει να γίνει αμφιλεγόμενο, δεν θέλει να προκαλεί διχογνωμίες. Θα το πάει με όσο πιο ασφάλεια γίνεται. Άλλωστε, πρέπει να μας το θυμίσει: δεν ζούμε απλά στην εποχή της νοσταλγίας αλλά και στην εποχή της κινηματογραφικής ατολμίας.
Όσοι πίστευαν πως η μεταφορά του It από την τηλεόραση στον κινηματογράφο θα ήταν και η αναβάθμισή του, μάλλον ξέχασαν τον γενικό κανόνα της εποχής: οι τολμηροί δημιουργοί είναι πλέον στην τηλεόραση και όχι στον αποστειρωμένο κόσμο του blockbuster σινεμά. Στο τελευταίο θα συναντήσεις ελάχιστους. Ευτυχώς, που το σύγχρονο horror μεγαλουργεί στα ανεξάρτητα στούντιο. Θα ήταν κρίμα να είναι mainstream είδος αυτή την εποχή: το It είναι η καλύτερη απόδειξη.
Το It θα μπορούσε να είναι μια παλιά, αλλά καλή συνταγή. Τελικά είναι ένα ξαναζεσταμένο φαγητό. Εντάξει, τουλάχιστον είχε μερικά δυνατά jump scares και ωραία, υποβλητική μουσική.
Ας του το δώσουμε Αυτό…