Η παραδοξότητα της 7ης τέχνης: Η αριστουργηματική superhero ταινία που δεν βασίζεται σε κομικ

Οι υπερήρωες δεν χρειάζεται να φοράνε μπέρτες και στολές. Μπορούν να είναι απλοί, «κανονικοί» άνθρωποι...

Ανάμεσα στους πιο φανατικούς οπαδούς της superhero μυθολογίας υπάρχει μια μειονότητα που υποστηρίζει μια ακραία θεωρία: οι υπεράνθρωποι υπάρχουν. Δεν τους ξέρουμε φυσικά, δεν αποτελούν διάσημα πρόσωπα που γεμάτα ιδεαλισμό σώζουν τις κοινωνίες από τους… υπερκακούς, διότι σε αντίθεση με τα κόμιξ, στην πραγματική ζωή τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Στην πραγματική ζωή, το να μην αποκαλύπτει ένας άνθρωπος με ειδικές δυνάμεις την ιδιαιτερότητά του είναι ζήτημα (κοινωνικής) επιβίωσης.

Ναι, οι υπεράνθρωποι υπάρχουν και ας μην βρίσκουν παρατσούκλια για να δρουν σαν διασημότητες, ας μην φοράνε μάσκες και μπέρτες, ας μην είναι κουλ τύποι όπως τους παρουσιάζει η ποπ κουλτούρα.

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τα κόμιξ που παρουσιάζουν τις περιπέτειές τους αποτελούν τη μυθολογική εκδοχή αυτών των υπερανθρώπων.

Διότι κάποιος κάποτε τους πήρε χαμπάρι, κάποιοι άκουσαν για τις δυνάμεις τους, από στόμα σε στόμα και σε κλειστούς κύκλους το μεγάλο τους μυστικό εξαπλώθηκε και τελικά, στις χάρτινες σελίδες των κόμιξ αποτυπώθηκαν οι διογκωμένες εκδοχές τους: όπως κάθε μυθολογία έτσι και η superhero «πατάει» σε μια πραγματικότητα που απέχει κατά πολύ από την fantasy περιγραφή της.

Ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν φαίνεται πως υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους οπαδούς αυτής της θεωρίας και το 2000 επιχείρησε να την κάνει ταινία.

Βασισμένος πάνω της αφηγήθηκε την ιστορία ενός απλού ανθρώπου, ο οποίος ξαφνικά ανακαλύπτει πως μέσα του κρύβεται μια δύναμη τόσο μεγάλη που αυτόματα παράγει και τις αντίστοιχες υπεθυνότητες. Όμως, το ταξίδι του προς την συνειδητοποίηση δεν οδηγεί σε μια καλοσχεδιασμένη στολή, ούτε σε επικές μάχες με σούπερ κακούς.

Εδώ τίποτα δεν προσεγγίζεται μυθολογικά αλλά αμιγώς ρεαλιστικά και ο ήρωάς μας έχει έναν υπαρξιστικό Γολγοθά να ανέβει μέχρι να αποδεχθεί αυτό που είναι.

Κατά πολλούς ο «Άφθαρτος» του Σιάμαλαν είναι η καλύτερη superhero ταινία που δημιουργήθηκε. Και αν αυτό φαντάζει υπερβολή για κάποιους (όχι πολύ μεγάλη, πάντως), είναι δεδομένο πως κανείς από τους οπαδούς του είδους δεν θα διαφωνούσε πως από τις superhero ταινίες που δεν βασίστηκαν σε κάποιο κόμιξ, αλλά σε ένα πρωτογενές υλικό, αυτή είναι με διαφορά η καλύτερη.

Στα χρόνια της μπορεί να υποτιμήθηκε, η αξία της δεν έγινε κατανοητή στο έπακρο. Μόνο σε εκείνους που ήταν έτσι κι αλλιώς τρελοί και παλαβοί με τα κόμιξ. Αλλά όσο το είδος των superhero ταινιών ανθούσε, ειδικά σήμερα που βρισκόμαστε δίχως καμία αμφιβολία στην χρυσή εποχή του, η ιδιαίτερη προσέγγιση του Σιάμαλαν στον υπεράνθρωπο που ο ίδιος κατασκευάζει στο μυαλό του βρίσκει την θέση που πάντα της αντιστοιχούσε στο πάνθεον των ταινιών του είδους.

Ο Μπρους Γουίλις που πρωταγωνιστεί σε αυτή την ταινία είναι ένας θλιμμένος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που βλέπει τον γάμο του να καταρρέει, που απατάει ενίοτε τη γυναίκα του, που σκύβει το κεφάλι του στη δουλειά του, που ζει με το απωθημένο πως ποτέ δεν έγινε αθλητής όπως θα ήθελε.

Και ξαφνικά ανακαλύπτει τα υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά του. Κατανοεί πως ποτέ στη ζωή του δεν αρρώστησε. Πως η δύναμή του είναι άπειρη. Πως μπορεί να αγγίζει κάποιον και αυτόματα να «βλέπει» το παρελθόν του. Κατανοεί πως ήταν πάντα έτσι αλλά ποτέ δεν είχε δουλέψει τα χαρακτηριστικά του.

Σε άλλες ταινίες, για έναν πρωταγωνιστή αυτές οι ανακαλύψεις θα άλλαζαν με μιας την ψυχολογία του και από λούζερ θα μετατρεπόταν σε υπερήρωα. Όμως για τον πρωταγωνιστή αυτής της ταινιάρας, τα πράγματα δεν είναι τόσο εξιδανικευμένα.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν ήρωα που παλεύει να βελτιώσει τη ζωή του, να την κάνει καλή με τους πιο συμβατικούς όρους και όλα αυτά τα παράλογα χαρακτηριστικά του δυσκολεύουν αυτή την προσπάθειά του, δεν την βοηθάνε. Ο Σιάμαλαν παραδίδει μαθήματα ρεαλισμού στην superhero ταινία του.

Φυσικά, όπως κάθε superhero ταινία που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και σε αυτή υπάρχει και ένας καλοδουλεμένος και απολαυστικός «κακός». Και η παρουσία του δεν θα μπορούσε παρά να απογειώνει το όλο επίτευγμα. Ο Σάμιουελ Τζάκσον «ζωντανεύει» με εκπληκτικά εμπνευσμένο τρόπο τον ανταγωνιστή του «Άφθαρτου».

Τον λένε «Mr Glass», και σε αντίθεση με τις συμβατικές superhero ταινίες δεν θέλει να νικήσει τον ήρωα, δεν είναι εδώ για να σκοτώσει τον «Άφθαρτο» ή να του κλέψει τις δυνάμεις όπως θα γινόταν σε κάποια κλισέ ταινία του είδους. Αντίθετα, είναι εκείνος που τον ωθεί να ανακαλύψει τις δυνάμεις του.

Ο «Mr Glass» άλλωστε έχει μελετήσει τα κόμιξ και ξέρει πως λειτουργούν οι κανόνες και τα μοτίβα στους υπερήρωες.

Ο «Mr Glass» είναι ένας πολύ άτυχος άνθρωπος. Σε αντίθεση με τον «Άφθαρτο» γεννήθηκε με μια κατάρα: τα κόκκαλα του σπάνε πανεύκολα, είναι εύθραυστα σαν γυαλί, έτσι προέκυψε και το παρατσούκλι του. Όμως ξέρει πως κάπου εκεί έξω υπάρχει ένας άνθρωπος που είναι το ακριβώς ανάποδο από αυτόν, που δεν τραυματίζεται, που δεν νικιέται από κανέναν. Σπρώχνει τον ήρωα προς την συνειδητοποίησή του και αυτό είναι εξαρχής ο σκοπός του.

Ο «κακός» του «Άφθαρτου» δεν θέλει ούτε να καταστρέψει τον κόσμο, ούτε να υποδουλώσει την κοινωνία, ούτε κάτι άλλο τόσο μεγαλεπήβολο. Αυτά είναι για τις άλλες superhero ταινίες. Εδώ ο κακός «Μr Glass» έχει ένα πολύ πιο ταπεινό κίνητρο: να βρει τη θέση του σε αυτόν τον κόσμο.

«Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που υπάρχει; Να μην ξέρεις τι θέση σου σε αυτόν τον κόσμο. Να μην γνωρίζεις γιατί βρίσκεσαι εδώ. Είναι απαίσιο συναίσθημα. Εσύ μου δίνεις ελπίδα. Είσαι η απάντηση σε όλα μου τα ερωτήματα. Επιτέλους σε βρήκα. Τώρα που αποκαλύφθηκες ξέρω ποιος είμαι. Δεν είμαι ένα λάθος. Τώρα όλα βγάζουν νόημα. Στα κόμιξ ξέρεις ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός υπερκακού; Είναι τα ακριβώς ανάποδα από αυτά του ήρωα. Και πολλές φορές θα μπορούσαν να είναι φίλοι όπως εγώ και εσύ», λέει ο «Μr Glass» απευθυνόμενος στον «Άφθαρτο» σε μια από τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές της ταινίας, βάζοντας έτσι την δικιά του πινελιά σε ένα από τα πιο ώριμα υπερηρωικά origin έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη.

Μια ταινία χαμηλόφωνη, μακριά από εντυπωσιασμούς, χωρίς μια κλισέ κορύφωση που να οδηγεί σε μια τεράστια μάχη με κτίρια που γκρεμίζονται και άλλα τέτοια και όμως: μια ταινία-τομή για το superhero είδος, τόσο μπροστά από την εποχή της που έπρεπε να περάσουν χρόνια για να γίνει κατανοητή η αξία της.

Ίσως τώρα, με τόσο μεγάλο καταιγισμό superhero ταινιών να έχει προηγηθεί, έχει φτάσει επιτέλους η ώρα της αναγνώρισής της…