To Halloween συναντά... το Halloween: 40 χρόνια μετά, ο Κάρπεντερ ολοκληρώνει (;) τον μύθο!

Ποτέ ξανά το αμερικάνικο όνειρο δεν δολοφονήθηκε με τόση επιμέλεια και μάλιστα με μια διάρκεια 40 χρόνων...

Τι είναι αυτό που κάνει σημαντική μια horror ταινία; Πολλοί είναι εκείνοι που θα απαντήσουν πως αυτό έχει να κάνει με το πόσο πολύ θα σε τρομάξει. Κάποιοι άλλοι θα πουν πως το Α και το Ω είναι η ατμόσφαιρα και πως αυτό είναι που διαφοροποιεί την καλή horror ταινία από εκείνες που απλά σου κάνουν «μπου» και πετάγεσαι για λίγο. Και μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων, πιστοί στο δόγμα Χίτσκοκ, θα σου απαντήσει με «παραδοσιακό» τρόπο: το σενάριο.

Στην πραγματικότητα, άπαντες έχουν δίκιο: μια καλή horror ταινία οφείλει να έχει όλα αυτά τα στοιχεία ταυτόχρονα. Όμως το καθοριστικό στοιχείο, εκείνο που θα την τοποθετήσει στο πάνθεον της ιστορίας του σινεμά, που θα την κάνει να εγγραφεί ως ένας αληθινός εφιάλτης στις συνειδήσεις του κοινού της είναι κάτι άλλο, ένα επιπλέον στοιχείο: αυτό που κάνει μια horror ταινία πραγματικά σημαντική είναι η δυνατότητα της να επιτίθεται στο υποσυνείδητό σου και να αμφισβητεί τα δεδομένα του.

Να αποδομεί όλα εκείνα που μοιάζουν ασφαλή. Να σχολιάζει την πραγματικότητά σου -τη καθημερινή πραγματικότητα, εκείνη που δεν έχει μπαμπούλες και δολοφόνους αλλά απλή ρουτίνα- και να αναδεικνύει χωρίς να το καταλαβαίνεις καν την τρομακτική εκδοχή της, τις πτυχές της εκείνες που σε κάνουν να φοβάσαι όταν δεν βλέπεις ταινίες αλλά όταν απλά σκέφτεσαι τη ζωή σου: τότε γίνεται αληθινά σημαντική μια horror ταινία.

Υπό αυτή την έννοια, κάπως έτσι απαντιέται σχετικά εύκολα και μια ακόμα ερώτηση: πως γίνεται ένα b movie horror που είχε βγει το 1978, που το μπάτζετ του μόλις και μετά βίας ξεπερνούσε τα 300.000 δολάρια (ποσό εξαιρετικά χαμηλό για κινηματογραφική παραγωγή), με οριακά ερασιτεχνικές μεθόδους γυρισμάτων και τον κολλητό του σκηνοθέτη να κάνει τον «κακό» ελλείψει πόρων για κανονικούς ηθοποιούς, να θεωρείται μια από τις διαχρονικότερες horror δημιουργίες όλων των εποχών; Έτσι γίνεται…

Το «Halloween» του 1978, το αξεπέραστο έπος του (34χρονου τότε) Τζον Κάρπεντερ, το οποίο βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο της επικαιρότητας εξαιτίας του σίκουέλ του που έκανε πρόσφατα πρεμιέρα και στην Ελλάδα, υπήρξε μια ταινία-τομή για το genre του horror: άπειρα από τα στοιχεία που έγιναν στάνταρ κλισέ για κάθε ταινία του τρόμου υπήρξαν καινοτομίες στο σενάριο του θρυλικού «Halloween». Ελάχιστες συγγενικές ταινίες ωστόσο είχαν και το θάρρος να «σκάψουν» τόσο βαθιά στους κοινωνικούς (μας) φόβους. Και προφανέστατα, από αυτή την έλλειψη τόλμης δεν εξαιρούνται τα άθλια, 6 στον αριθμό σίκουελ που φέρουν το όνομα «Halloween» και ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες.

Εξαιρείται ωστόσο το σίκουελ του 2018, αυτό στο οποίο ο Τζον Κάρπεντερ επιστρέφει ως παραγωγός που επιβλέπει και καθοδηγεί τον Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν (ακολουθώντας -μάλλον όχι τυχαία- την πετυχημένη συνταγή του Ρίντλεϊ Σκοτ στο σίκουελ του «Blade Runner») και το οποίο σβήνει όλα τα υπόλοιπα σίκουελ με τον έρχομό του. Η λέξη «σβήνει» έχει εδώ μια διπλή σημασία: αφενός το «Halloween» του 2018 μετουσιώνεται στο καλύτερο σίκουελ του brand name «Halloween», αφετέρου «σβήνει» και αφηγηματικά κάθε ενδιάμεση ταινία. Ήταν άλλωστε η βασική προϋπόθεση του Κάρπεντερ για να γυρίσει στο franchise: να συνεχιστεί η ιστορία από εκεί που τελείωσε η πρώτη ταινία χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν τίποτα άλλο.

Δεν χρειάζεται να αναφερθεί ρητά, μπορεί εύκολα να το μαντέψει ο οποιοσδήποτε αλλά για τα πρακτικά ας το πούμε: το «Halloween» του 2018 δεν είναι ισοδύναμο (καμία συζήτηση για το αν είναι καλύτερο προφανώς) του «Halloween» του 1978. Το πρώτο «Halloween» άλλωστε τα κατάφερνε τόσο καλά όντας (και όχι παρά το γεγονός ότι ήταν) ένα μινιμαλιστικό έργο τέχνης που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να προσεγγιστεί από μια δημιουργία που απέχει 40 χρόνια από αυτό.

Προφανώς λοιπόν, το «Halloween» του σήμερα δεν φτάνει σε αξία το «Halloween» του τότε. Καταφέρνει ωστόσο να ακολουθήσει με αρκετά σταθερούς ρυθμούς τον τρόπο σκέψης της τότε δημιουργίας. Και αυτό, εκτός από το ότι είναι ασύλληπτα τιμητικό (γι’ αυτό είσαι θεός ρε Κάρπεντερ), εκτός από το ότι αυτοδίκαια του προσδίδει κύρος μέσα στο genre του horror, είναι και ο λόγος που αναβαθμίζεται αποφασιστικά αν ειδωθεί στο πλάι του προκατόχου του.

Διότι υπάρχει μια αλληλουχία σκέψης που ενοποιεί τις δυο δημιουργίες με αποτέλεσμα να είναι δικαιότερο να πρέπει να τις δεις πλάι-πλάι. Έτσι, θα διακρίνεις ακόμα πιο εύκολα την γέφυρα που τις συνδέει, όχι απλά σε επίπεδο αλληλουχίας πλοκής αλλά και σκεπτικού: να γιατί το νέο «Halloween» είναι με διαφορά το καλύτερο σίκουελ του ονόματος.

Στην ταινία του 1978 ο μεγάλος, ο αληθινός κίνδυνος είναι η μικροαστική κανονικότητα. Τα σπίτια με τις ευρύχωρες αυλές, με τους μεγάλους δρόμους και τα δέντρα. Αυτή η ρουτίνα και η ησυχία, η φαινομενικά τέλεια ζωή έτσι όπως αποτυπώνεται από την οπτικοποίηση του αμερικάνικου ονείρου. Και ξαφνικά, έρχεται η παραβίαση της ευτυχίας από έναν μυστήριο τύπο με μια απρόσωπη μάσκα και ένα μαχαίρι. ‘Εναν καταραμένο και υποβλητικά κακό άνθρωπο, τόσο κακό που κάποτε σκότωσε την αδερφή του που έμενε σε αυτή την τέλεια συνοικία: και αυτή η διαπίστωση, ότι δεν είναι ονειρική αυτή η κοινωνία όπως φαινομενικά φαίνεται, τρομάζει πιο πολύ από τον δολοφόνο καθεαυτόν.

Στο πρώτο «Halloween» ο Μάικλ Μάγιερς είναι η προσωποποίηση της δολοφονικής πλευράς της κανονικότητας. Μια πλευρά που μπορεί να κρύβεται επιμελώς για χρόνια, μπορεί να μην εκφράζεται αλλά στέκει καμουφλαρισμένη ανάμεσά μας και δεν πεθαίνει ποτέ, όσο και αν την πολεμήσεις αυτή θα είναι πάντα εδώ, «παιδί» της κοινωνίας στην οποία επιτίθεται, καταδικασμένη να βγαίνει ξανά από τη μήτρα της και τελικά, όπως αριστουργηματικά και αξεπέραστα κραυγάζει το φινάλε του φιλμ, συνεχίζει να «αναπνέει» τριγύρω μας…

40 χρόνια αργότερα, το σίκουελ του «Halloween» βρίσκει τον χαρακτήρα της Λόρι, της Τζέιμι Λι Κέρτις δηλαδή, να είναι πλέον γιαγιά (από έφηβη μπέιμπι σίτερ που ήταν στο πρώτο μέρος). Και όσο και αν είναι ο Μάικλ Μάγιερς και ο δολοφονικός σαδισμός του που ευθύνεται για το γεγονός ότι 40 χρόνια μετά αυτή η γυναίκα ένας προβληματικός χαρακτήρας, στην πραγματικότητα ο Μάγιερς είναι το τέλειο άλλοθι για να κρυφτεί από τις δικές της ευθύνες.

Μια γυναίκα που έχει μεταδώσει στην κόρη της και την εγγονή της τις ψυχώσεις της, τις ταλαιπωρεί με το δικό της παρελθόν της σαν να τις αφορά το τι έχει περάσει η ίδια, σαν να είναι αναγκασμένες να βασανιστούν και οι ίδιες επειδή αυτή είχε κάποτε ένα δύσκολο βράδυ με έναν δολοφόνο.Το χειρότερο; Η Λόρι δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της για το πόσο έχει κουράσει την κόρη της και την εγγονή της. Διότι αυτή ξέρει και εκείνες είναι ανώριμες.

Και ξαφνικά ο Μάικλ Μάγιερς εμφανίζεται ξανά. Ένας δολοφονικός θρύλος που αφορά μόνο την γηραιότερη γυναίκα της τριάδας θα κυνηγήσει και τις άλλες δυο. Ο Μάγιερς αφορά το παρελθόν της Λόρι. Αλλά ποιος είπε ότι το παρελθόν δεν κληρονομείται; Ποτέ ξανά το «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα» δεν παρουσιαζόταν τόσο εύστοχα μέσα από μια horror ταινία. Και ποτέ ξανά, με απόσταση 40 ολόκληρων χρόνων, ένας δολοφόνος δεν συνέχιζε τόσο υπομονετικά να δολοφονεί το αμερικάνικο όνειρο…

Κάντε την χάρη στον εαυτό σας: δείτε σε σχετικά κοντινή χρονική απόσταση τις δυο ταινίες. Αν αντιληφθείτε την συνοχή τους στον συμβολισμό τους, θα έχετε δει κάτι παραπάνω από απλά δυο ωραία horror. Θα έχετε δει τον τέλειο βανδαλισμό όλων των κοινωνικών «πρέπει»…