Πάνε πολλά χρόνια από εκειό το καλοκαίρι που μια σφήκα θύμισε στη Στέλλα τη θέση τση στη τροφική αλυσίδα. Κουτάβι σχεδόν ακόμα, είχε δεν είχε κλείσει χρόνο το ζωντανό, πήγε να παίξει με το πετούμενο ή να το δοκιμάσει (για να ‘μαι δίκαιος μαζί του) και το άτιμο τση πέταξε το κεντρί στη γλώσσα.
Αφού εγέλασα και τράβηξα κάνα δυο φωτογραφίες με τα μούτρα της έτσι όπως άρχισαν να πρήζουνται, με ζώσανε τα φίδια και έψαξα να βρω κτηνίατρο καθότι ήμανε διακοπές σε ένα νησί να τση πατήσει μία ένεση.
Καθώς περιμέναμε τη σειρά μας, απέναντί μας καθότουνα ένας παλαιός τύπος. Πολύ παλαιότερος εμού. Κανονικός πεπαλαιωμένος. Ένας πραγματικός παλαίουρας. Ειδικά όταν ήταν μικρή η Στέλλα, τηνε μπέρδευες για κάνα σκυλί περιοπής έτσι όπως ήταν το τρίχωμά τση ξανθοκόκκινο κι αυτοκρατορικό. Τηνε πάτησε κι ο παλαίουρας και με ρώτηξε «κυνηγάρικο είναι το σκυλί, κυνηγάρικο;».
«Μπα, όχι καημένε», του απάντησα, μα εκειός επανήλθε δημήτριος. «Για φύλακα το ΄χεις ετότενες;»
«Όχι μωρέ… για παρέα», είπα και κοίταξα το πληγωμένο της μούτρο, αλλά με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα την πιο γνήσια απορία κι απόγνωση τύπου «σε τι κόσμο θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας Νίκο Τσιαμτσίκα» που έχω δει στη πολυτάραχη ζωή μου.
«Για παρέα;;; Α… μουρλός είσαι και του λόγου σου», μονολόγησε κι έκανε το σταυρό του…
Λίγο-πολύ αυτή ήταν η άποψη στην Ελλάδα γι’ αυτό που σήμερις που αποκαλούμε «ζώα συντροφιάς». Αυτά τα κάνανε οι μουρλοί. Δε θα ‘πρεπε να ‘σαι στα καλά σου για να ταΐζεις ένα πράμα που δεν μπορούσες να το αρμέξεις, να το σφάξεις και να το φας ή να το βάλεις να κουβαλήσει κάτι. Άχρηστο πράγμα που απευθυνόταν σε κυράτσες και ντιντήδες.
Δεν τον κατηγορώ. Έτσι πίστευα μέχρι να διασταυρωθούνε οι δρόμοι μας. Πως δεν είχες θέση μες το σπίτι. Πως θα ‘πρεπε να ‘σαι δεμένη σ’ ένα βαρέλι κάτω στο σταύλο, ισόβια καταδικασμένη να περάσεις έτσι την υπόλοιπη ζωή σου χωρίς κανείς να μπορεί να πει με σιγουριά ποιο ήταν το έγκλημα που σ’ έφερε σ’ αυτή τη θέση.
Και πριν έρθεις να κάμεις κατάληψη, σε είδα να πεθαίνεις από φόλα που πέταξε ένας ασυνείδητος ξεφτίλας. Είδα κάτι καλόπαιδα να σου δένουνε μπουρούκια στην ουρά σου. Να μετατρέπεσαι από κυνηγόσκυλο σε θήραμα επειδή «το άτιμο δεν φέρνει τα πουλιά πίσω» και με ένα «μπαμ» να πεθαίνεις από το χέρι του αφεντικού σου. Σε είχα δει σκελετωμένο λείψανο να ψάχνεις στα σκουπίδια και να προσπαθείς να μείνεις ζωντανή μασώντας ένα πλαστικό μπουκάλι. Είδα να σε κάνει σάκο του μποξ ένας παλιομαλάκας, όχι επειδή τον παράκουσες αλλά διότι απλά ήθελε κάτι πιο αδύναμο από τα μούτρα του για να βγάλει κάθε σάπιο δικό του απωθημένο. Να σε κακοποιούνε με κάθε τρόπο κάτι σαδιστές που σε θεωρήσανε σενάριο για το πώς θα βαράνε αύριο τα παιδιά τσους. Σε είδα κι αδιαφόρησα γιατί πίστευα πως δεν είσαι τίποτα περισσότερο από ένα ζώο, ένα μπάσταρδο…
Αλλά εσύ αποδείχτηκες κυρία. Μπάσταρδος ήταν εκείνος που σε παράτησε στο δρόμο όταν το μόνο πράμα που είδε στα μάτια σου ήταν οι δικές του οι ευθύνες… Εκείνος που δεν πρόλαβε να νιώσει στη μουσούδα του τι γαμάτο ξυπνητήρι είναι η γλώσσα σου και πόσο τέλειος μετρητής αγάπης είναι η μανία με την οποία κουνείς την ουρά σου. Αυτός ο βλάκας που δεν σ’ άφησε να εκδηλώσεις με κάθε τρόπο την ανησυχία σου αν τον έβλεπες να κλαίει. Που δεν τον ειδοποίησες πως ένας άγνωστος σουλατσάρει έξω απ’ το διαμέρισμα ή που δεν έμαθε ποτέ πως είσαι το καλύτερο γραφείο γνωριμιών που κυκλοφορεί εκεί όξω.
Τέτοια κοπρόσκυλα, είναι τα μόνα ζωντανά που τους λες «έλα» κι απλά… έρχονται. Κι όπως είπε κάποτε κι ένας συμπαθής μαθουσάλας «όλα τους τα ‘δωσε ο θεός, όλα εκτός από λαλιά». Καμιά φορά την κοίταζα μες τα μάτια τη Στέλλα κι αναρωτιόμουνα το ίδιο. Μα γιατί ρε Στελλίτσα να μη μπορείς να πεις κι εσύ μία κουβέντα; Και μετά το ξανασκεφτόμουνα. Πάλι καλά που δε τη διαθέτεις αυτή την ικανότητα. Γιατί εσύ με είδες εκείνο το βράδυ που τσακώθηκα άσχημα με την κοπέλα μου κι άκουσες και πόσες χοντράδες είπα.
Εσύ με είδες να μπάζω λάθρα μία φίλη τση στο σπίτι μια φορά που εκείνη είχε πάει στη μαμά της. Έκατσες σιωπηλή δίπλα μου κάτι ξημερώματα που λιάρδα στο μεθύσι σακάτεψα δύο αυτοκίνητα μέχρι να ξεπαρκάρω. Εσύ γνωρίζεις καλά τα μυστικά μου, κάθε μικρό ή μεγάλο μειονέκτημα που δεν έχει δει ποτέ κανένας άλλος… Γι’ αυτό σε ξανακοιτάζω και λέω πάλι καλά μου δεν είσαι ικανή να βγάλεις άχνα. Μα η αλήθεια είναι πως και να μπόριες, δεν θα το ‘κανες διότι εσύ, αγαπημένο μου κοπρόσκυλο, είσαι το πιο πιστό κι έμπιστο πλάσμα του κόσμου. Πλάσμα αναντικατάστατο, όχι υποκατάστατο…