Είχε την τύχη- ή την ατυχία- να συναντήσει τον Άνθρωπο Απάντηση δύο φορές στη ζωή του. Κάθε μία εξ αυτών, όμως, είχε βρει τις απολήξεις του χρόνου, είχε χώσει εκεί τα σκεβρωμένα της δάχτυλα και τον είχε ξεχειλώσει προς πάσα κατεύθυνση, σε τέτοιο σημείο που το παρόν έριξε στο κρεβάτι το παρελθόν και το μέλλον και ο καρπός της πράξης τους δεν ήταν παρά μια τερατογένεση υπό τη μορφή της σκουληκότρυπας.
Την πρώτη φορά που είδε την ταμπέλα «Άνθρωπος Απάντηση: 2 μίλια» ήταν πριν από 25, περίπου, χρόνια. Περπατούσε χαμένος στις σκέψεις του («Άραγε το αγαπημένο γλυκό των ποδολάγνων είναι το παγωτό-πατούσα;»), όταν, αίφνης, παρατήρησε το πράσινο φωσφορίζον σημάδι στον εγκαταλελειμμένο δρόμο. Προχώρησε σχεδόν μηχανικά ακολουθώντας τα βελάκια και στο τέλος, μέσα σε μια πανάρχαια σκηνή, τον αντίκρισε.
«Οι δύο πρώτες ερωτήσεις είναι δωρεάν. Έπειτα, θέλω 25 δολάρια τα 5 λεπτά», του είπε με το που τον είδε.
Έκανε δύο βλακώδεις ερωτήσεις («Πώς με λένε;», «Ποια ομάδα υποστηρίζω;»), απλά για να τον τεστάρει, κι αφού ο άντρας απάντησε ολόσωστα χωρίς δισταγμό και στις δύο ζήτησε να μάθει πότε θα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του.
Αντί στομφώδους απόκρισης, ο άντρας εμφάνισε μπροστά του ένα βιβλίο. Στο εξώφυλλο είχε έναν κλόουν με μυτερά δόντια, να κοιτάζει απειλητικά από το βάθος του υπονόμου.
Ο μικρός ένιωσε κάτι να περπατάει στο πίσω μέρος του λαιμού του
(Λευκά, τυφλά σκουλήκια)
Και θέλησε να μάθει
(Ερχόμαστε για σένα, ερχόμαστε για σένα, ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ)
Από πού κι ως πού ορισμένες σελίδες λογίζονται ως αγάπη.
«Συμπλήρωσες τα πέντε σου λεπτά, όμως επειδή με ρώτησες πριν εκπνεύσει ο χρόνος, θ’ απαντήσω: υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη έρωτα».
«Ναι, μα…»
Ο άντρας έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη του πιτσιρικά και τον προέτρεψε να σωπάσει. Αυτοστιγμεί το παιδί το έπιασε ναυτία και άρχισε ν’ αμφιρρέπει μεταξύ του εδώ και του εκεί.
Πριν ένας «αράγιστος» γνόφος καλύψει τα πάντα, τον άκουσε- ή ίσως και να το φαντάστηκε- να λέει μία φράση.
Ήταν: «Ποτέ μην υποτιμάς τη δύναμη μίας καλής ιστορίας».
Αν το να είσαι παιδί σημαίνει να μαθαίνεις πώς να ζήσεις, το να είσαι ενήλικος σημαίνει να μαθαίνεις πώς να πεθάνεις
Τινάχτηκε λες και τον είχε πιάσει η μητέρα του να πατάει εκεί που είχε μόλις σφουγγαρίσει. Όταν συνήλθε, θυμήθηκε πως πλέον δεν ζούσε στο σπίτι των γονιών του. Ήταν 40 ολόκληρων ετών, στα πρόθυρα της μέσης ηλικίας, αν και ο ίδιος αισθανόταν πνευματικά 12. Σωματικά, μετά από 2 εγχειρήσεις στα γόνατα, είχε το δικαίωμα να φωνάζει «Ψιτ, μικρέ!» στον Μαθουσάλα.
Τον είχε πάρει ο ύπνος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, με το ημίφως της λάμπας ανάγνωσης να συναγωνίζεται ευθέως εκείνο του Μαχαιρίτσα.
Στα χέρια του κρατούσε το «Πιο σκοτεινό κι απ’ το σκοτάδι» του Στίβεν Κινγκ. Η τελευταία συλλογή διηγημάτων του «μετρ του τρόμου»- όπως αρέσει, σε βαθμό ατέρμονης ηδονής, να τον αποκαλούν οι κριτικοί. «Θείο Στσίβι», όπως τον αποκαλούν οι Κρητικοί.
Αυτό, φυσικά, αποτελεί μια επιδερμική ανάγνωση Μιας καρδιάς που δεν στεγνώνει ποτέ. Ο τρόμος δεν είναι παρά η εύθραυστη βιτρίνα του Κινγκ. Αν ο αναγνώστης πάρει μία πέτρα και την πετάξει θαρραλέα προς το μέρος της, θ’ ανακαλύψει από πίσω ένα σύμπαν που τίκτει συνεχώς νέους κόσμους αναγνωστικών θαυμάτων, με το συναίσθημα σε πρώτο πλάνο.
«Σας αρέσει λοιπόν το βαθύ σκοτάδι; Ωραία, και σ’ εμένα», είναι το εκπληκτικό οπισθόφυλλο του “You like it darker”, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος.
Εκπληκτικό μεν, ελαφρώς παραπλανητικό δε: η συλλογή δεν είναι σε καμία περίπτωση τρόμου. Ναι, υπάρχουν οι «Κροταλίες» με τα νεκροζώντανα δίδυμα καθισμένα σ’ εκείνο το αναθεματισμένο καρότσι που τρίζει και μπορούν, ανά σελίδες, να φέρουν τη θερμοκρασία του αίματός σας κοντά στο μηδέν. Το ότι αποτελεί την συνέχεια του «Κούτζο» και- ελαφρώς- του «Ντούμα Κη» είναι το κερασάκι στη γευστική τούρτα, ιδίως αν είχατε μισήσει στα νιάτα σας εκείνο το καταραμένο σκυλί Αγίου Βερνάρδου.
Υπάρχει και το «Αυτοί που βλέπουν όνειρα», μια νουβέλα με λαβκραφτικά στοιχεία, που όντως είναι κομματάκι τρομακτική- ειδικά αν δεν σας αρέσει ιδιαίτερα η αίσθηση του να βγαίνουν μαύρα πλάσματα αγνώστου προελεύσεως από τα μάτια ενός δύσμοιρου κομιστή.
Από εκεί και πέρα, όμως, έχουμε τον κλασικό ύστερο Κινγκ: αγάπη, πόνος, η δύναμη της απώλειας, το υπερφυσικό ως κινητήριος μοχλός των πάντων (διαμαντάκι το «Ο Εφιάλτης του Ντάνι Κάλφμαν») και, ενίοτε, κάνα δυο μικρές τρομάρες για να μη σκουριάζει η πένα του.
Ο «Βασιλιάς» έχει κατηγορηθεί- και σ’ αυτό φέρει και ο ίδιος ευθύνη, καθώς υποβαθμίζει συστηματικά την συγγραφική του ικανότητα («Είμαι το λογοτεχνικό ισοδύναμο του Big Mac με πατάτες τηγανητές»)- πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας ταλαντούχος μεν, γραφιάς δευτέρας διαλογής δε.
Ξέρετε κάτι; Δεν είναι έτσι, ακόμη κι αν αγαπημένος σας λογοτέχνης είναι ο Πιραντέλλο και σας ψιθυρίζει συνεχώς στο αυτί πως έτσι πρέπει να νομίζετε.
Ένας μέτριος συγγραφέας δεν μπορεί να σχηματίσει προτάσεις όπως «Συνειδητοποιεί ότι ο άντρας της είναι στον ιμάντα μεταφοράς του χρόνου και, προτού τον αδειάσει στο νεκροταφείο, θα γίνει όντως ο πατέρας του»- όχι.
Και, πολύ περισσότερο, δε γίνεται- απλά δε γίνεται- να φέρει στο φως το “Answer Man”: η καλύτερη νουβέλα των τελευταίων πάρα, μα πάρα πολλών ετών από τον Κινγκ είναι ένα αριστούργημα ενηλικίωσης που πραγματεύεται τον έγγαμο βίο, τα όνειρα που κάνεις νέος, το πώς αυτά ενίοτε ανθίζουν αρχικά πριν συνθλιβούν υπό το βάρος των δεικτών του ρολογιού, το γιατί το μεγαλύτερο δώρο της ζωής μπορεί ν’ «αποσχιστεί» από τα αμμώδη χέρια σου πριν καν το καταλάβεις.
Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγες μελανιές και μια ματωμένη μύτη.
Αν είστε πατέρας ή μητέρα αυτό το διήγημα θα σας ξεσκίσει την ψυχή αλλά, μεταξύ μας, αυτό δεν κάνει λίγο-λίγο και η ίδια η ζωή;
Ήταν το ενδεχόμενο να έρθει το σκοτάδι που έκανε την ημέρα τόσο λαμπρή
Η αίσθηση αποπροσανατολισμού παρέμενε. Η τέντα ήταν εκεί. Αυτός ήταν εκεί, όμως συνέβαινε κάτι αληθινά αλλόκοτο: δεν είχε μεγαλώσει ούτε ένα δευτερόλεπτο από την τελευταία φορά που τον είχε δει, πριν από μια ολόκληρη αιωνιότητα.
Η ταμπέλα, ίδια: «Ο Άνθρωπος Απάντηση». Η τιμή, διαφορετική: «Η πρώτη ερώτηση δωρεάν, ύστερα 50 δολάρια τα 3 λεπτά»- απ’ ό,τι φαίνεται, ο πληθωρισμός υπάρχει παντού και χτυπάει τους πάντες.
Με την αίσθηση αποπροσανατολισμού να εντείνεται σε κάθε του βήμα, ο 40χρονος, που μια φορά κι ένα κάποτε υπήρξε παιδί, στάθηκε απέναντί του.
«Ξέρεις, δεν σου είπα ούτε μια φορά ευχαριστώ», ψέλλισε. «Χάρη σε σένα, ερωτεύτηκα. Γιατί υπάρχουν πολλά…»
«… είδη έρωτα», συμπλήρωσε ο Άνθρωπος Απάντηση. Έβγαλε ένα μεγάλο ρολόι που μετρούσε από το τρία προς το μηδέν και το έβαλε πάνω στο τραπέζι. «Κάθισε», του είπε.
«Φοβάμαι πως δεν έχω πολύ χρόνο», αποκρίθηκε το αλλοτινό αγόρι. «Μεγάλωσα, άλλαξα. Πλέον έχω υποχρεώσεις και…».
Το χέρι- όπως τότε- ακούμπησε τα χείλη του. Ο κόσμος
(Μην υποτιμάς ποτέ)
Άρχισε να σβήνει
(Τη δύναμη)
Και αυτό ήταν
(Μιας καλής ιστορίας)
Ναι, αυτό ήταν.