Στη χώρα μας το έντονο θρησκευτικό στοιχείο, τα νάματα της Ορθοδοξίας, έχουν σημαδέψει με χνάρια ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη το ανάγλυφο του τοπίου. Αμέτρητοι ναοί, ξωκλήσια χτισμένα σε σπηλιές, βράχια, κορφές βουνών και πλατείες, προσκυνήματα κάθε μορφής και κάθε αισθητικής, διάσπαρτα παντού. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία οι ενοριακοί και μοναστηριακοί ναοί είναι συνολικά 9.792, ωστόσο αυτός ο αριθμός δεν συμπεριλαμβάνει τα αμέτρητα παρεκκλήσια, τους προσκυνηματικούς και κοιμητηριακούς ναούς.
Πολλοί μοιάζουν βεβαίως μεταξύ τους – δεν γίνεται αλλιώς – υπάρχει όμως και ένας ναός που δεν μοιάζει με κανέναν άλλο.
Πρόκειται για την Αγία Φωτεινή στην Μαντίνεια Αρκαδίας, η οποία αρχιτεκτονικά είναι μοναδική και ο δημιουργός της ούτε αντέγραψε, ούτε αντιγράφηκε ποτέ.
Η εκκλησία δεν βρίσκεται πάνω σε κεντρικό δρόμο, έχει χτιστεί απέναντι από τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μαντίνειας. Μέσα στον κάμπο, 13 χιλιόμετρα βόρεια της Τρίπολης, οπότε για να την επισκεφτεί κάποιος θα πρέπει να πάει επί τούτου. Φυσικά και θα κάνει τον κόπο βέβαια αν γνωρίζει περί τίνους πρόκειται.
Είναι ένα δημιούργημα ιδιαίτερης, ομολογουμένως αισθητικής το οποίο δεν έχει ενιαίο τρόπο κατασκευής. Συνδυάζει με έναν πρωτοφανή τρόπο χριστιανικά, βυζαντινά και αρχαιοελληνικά στοιχεία. Εξωτερικά διαφέρει απ’ όλους τους υπόλοιπους και θα μπορούσε να πει κανείς ότι σχεδιαστικά είναι χρόνια μπροστά, αφού δεν υπάρχουν ορθές γωνίες. Παράλληλα επιδιώκει να αποτελέσει μία γέφυρα πολιτισμών, συνδυάζοντας ένα κράμα ρυθμών. Το εσωτερικό έχει βυζαντινές επιρροές, με στοιχεία από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, γεγονός που φαίνεται έντονα στα ψηφιδωτά δάπεδα και στις παραστάσεις στους τοίχους. Στα υλικά του ναού δεν περιλαμβάνεται καθόλου το τσιμέντο, παρά μόνο ντόπια, φυσικά υλικά, όπως πέτρα, μάρμαρο, ξύλα και κεραμίδια.
Για τους ειδικούς, σαν τον Ισπανό αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Αλφόνσο Τορίμπιο, «η Αγία Φωτεινή δίνει την εντύπωση ζώντος κτιρίου. Μοιάζει σαν να κινείται προσπαθώντας να περιστραφεί γύρω από τον άξονά της. Δεν υπάρχει ορθή γωνία στο κτίσμα. Αναπνέει τον αρκαδικό αέρα και τα ακροκέραμα παίρνουν τη φορά του ανέμου που φυσά απ’ την Ανατολή».
Το αριστουργηματικό έργο αποτελεί προσωπική έμπνευση και εκτέλεση του σπουδαίου αρχιτέκτονα, ζωγράφου και αγιογράφου Κώστα Παπαθεοδώρου, μαθητή του διάσημου αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη. Η δημιουργία του ξεκίνησε λίγο πριν το 1970 και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1973. Μόνο όμως για τον ναό αυτό καθ’ αυτόν, διότι ακολούθως πήραν σειρά δύο «αρχαιοελληνικές» κατασκευές στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Μπορεί να χτίστηκαν τη δεκαετία του ’70, αλλά αν επισκεφτείς την περιοχή θα έχεις την ψευδαίσθηση ότι στέκουν εκεί από αρχαιοτάτων χρόνων. Το αρχαιοπρεπές οικοδόμημα, το «Ηρώον», χτίστηκε προς τιμή όλων εκείνων που αγωνίστηκαν για την πατρίδα και κατάγονται από το Δήμο Μαντινείας. Στα δυτικά της εκκλησίας ανεγέρθη το «Φρέαρ Ιακώβ» που συμβολίζει τη συνάντηση του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα. Τα τρία κτίσματα, ο ναός, το Φρέαρ Ιακώβ και το Ηρώον συμβολίζουν την Αγία τριάδα.
Ο Κώστας Παπαθεοδώρου είχε παραιτηθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού για να αναλάβει το έργο και να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι σε αυτό που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει «δεύτερο παιδί» μου και «όνειρο ζωής». Σχεδίασε την εκκλησία με πολύ μεράκι και για την οικοδόμηση της έβαλε αναρίθμητες ώρες προσωπικής εργασίας. Για έξι μήνες ζούσε σε ένα αντίσκηνο δίπλα στο κτίσμα του, ώστε να μη χάνει πολύτιμο χρόνο, αφού εργαζόταν εκεί ολόκληρη την ημέρα, παρέα με λίγους ανειδίκευτους εργάτες από τα γύρω χωριά. Ξεδιάλεγε από τις μάντρες παλαιά υλικά, τα έπαιρνε μαζί του κι έπειτα τα σμίλευε με τα χέρια και το καλέμι, τριγυρνούσε από εδώ κι εκεί με τα πόδια ή το ποδήλατο για να βρει αυτό που έψαχνε μέσα σε μπάζα και ανολοκλήρωτες οικοδομές. Ήταν επί σειρά μηνών που για τους ντόπιους αποτελούσε το «φάντασμα της αρχαίας Μαντίνειας».
«Η Αγία Φωτεινή είναι μία σύζευξη της Αρχαίας Ελλάδας με το Χριστιανικό Πνεύμα κι ενδυνάμωση του χριστιανικού πνεύματος από τα αρχαία μας έργα και αντιστρόφως, καταξίωση της Αρχαιότητας με τη βοήθεια του Χριστού», έχει πει ο ίδιος, ο οποίος τα πρώτα χρόνια δίχασε ιερωμένους και πιστούς, καθώς το έργο του δεν είχε καθολική αποδοχή. Κάθε άλλο. Υπήρξαν φωνές έντονης διαμαρτυρίας, που έκαναν λόγο για ένα οικοδόμημα ειδωλολατρικών καταβολών! Και πράγματι, κάποια στιγμή παρενέβη η επίσημη εκκλησία, απαιτώντας και τελικά καταφέρνοντας να επιβάλλει την αντικατάσταση κάποιων αγιογραφιών.
Βεβαίως οι περισσότεροι, οι στερούμενοι ιδεοληπτικών αγκυλώσεων, απλώς μένουν και θαυμάζουν ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα το ήξεραν μάλλον και οι πέτρες…