Βασιλεύει μόνο η σιωπή: Το πέτρινο χωριό της Ηπείρου που παραδόθηκε στη λήθη

Πέρασε τρεις καταστροφές

Ξεχασμένο από ανθρώπους αλλά και τον ίδιο τον χρόνο, το Παλαιό Μαυρονόρος στέκεται στο «βουνό που μαυρίζει», όπως υποδηλώνει και το όνομά του, σαν πέτρινο φάντασμα και ανάμνηση μιας άλλης εποχής. Τότε που ακόμη έσφυζε από ζωή, πριν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του για πάντα.

Ούτε έναν αιώνα δεν κράτησε η ιστορία ετούτου του χωριού που είδε τα πρώτα σπίτια να χτίζονται στην περιοχή το 1866 και λιγότερα από 100 χρόνια αργότερα –και συγκεκριμένα το 1964– αποχαιρέτησε και τους τελευταίους από όσους είχαν παραμείνει εκεί. Και ήταν 100 δύσκολα έτη αφού το Παλαιό Μαυρονόρος βίωσε καταστροφές και γεγονότα που άφησαν βαρύ αποτύπωμα στον τόπο…

Η ιστορία του αρχίζει την περίοδο που η Ήπειρος αποτελούσε ακόμη κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τους ελληνικούς πληθυσμούς να περιμένουν καρτερικά το επόμενο επαναστατικό σκίρτημα που θα έφερνε την ένωση με την μητέρα-πατρίδα.

Μέχρι να συμβεί, όμως, αυτό οι ντόπιοι συχνά γνώριζαν κακομεταχείριση από τους Τούρκους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι άφηναν τον τόπο που γεννήθηκαν, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες. Έτσι, άλλωστε, συνέβη με περίπου 40 οικογένειες με καταγωγή από Γλούστας Θεσπρωτίας (δηλαδή το σημερινό Κεφαλοχώρι) και των γύρω συνοικισμών (Γαρδίκι, Βορτόπια και Τζιουμπουκάτικα), οι οποίοι δεν υπέκυψαν στους αγάδες του Φιλιατιού, και επέλεξαν να ζήσουν σε αυτό το απόμερο και δυσπρόσιτο μέρος.

Το πρώτο πράγμα που έκτισαν δεν ήταν άλλο από εκκλησία. Αυτήν του Άι Γιώργη και σιγά-σιγά άρχισαν να φτιάχνουν τις ζωές τους. Περίπου δυο δεκαετίες αργότερα ολόκληρη η περιοχή δόθηκε στον Εγιούπ πασά από τον σουλτάνο ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να ανταμείψει τον αρχιστράτηγό του για τις υπηρεσίες του. Ο πασάς επέτρεψε στις οικογένειες που βρίσκονταν εκεί να καλλιεργήσουν την γη με αμπέλια και άλλα είδη και σταδιακά ο τόπος γνώρισε άνθιση.

Τα πρώτα σπίτια ήταν στην πραγματικότητα απλές καλύβες με σάλωμα, δηλαδή καλαμιές σίκαλης και δίχως παράθυρα. Αυτές οι κατασκευές ήταν δηλωτικό υποτέλειας και παράλληλα έδειχναν ότι οι κάτοικοι ζούσαν ακόμη με τον φόβο του αναγκαστικού διωγμού και γι’ αυτό δεν έχτιζαν πιο στιβαρά οικοδομήματα. Από την στιγμή, όμως, που εξασφάλισαν την παραμονή τους από τον Εγιούπ, δούλεψαν με μαεστρία και μεράκι την πέτρα και έφτιαξαν υπέροχα σπίτια, δίπατα και λιθόκτιστα, χρησιμοποιώντας υλικά από την γύρω περιοχή. Την μεγαλοπρέπεια στην απλότητά τους μαρτυρά, ακόμη και μετά από δεκαετίες εγκατάλειψης, το βίντεο που ανέβασε το UpStories.

Το ημερολόγιο έγραφε 1909 όταν χτύπησε το χωριό το πρώτο μεγάλο κακό. Στην ακόμη τουρκοκρατούμενη Ήπειρο δεν ήταν ασυνήθιστη η δράση συμμοριών που λυμαίνονταν την περιοχή, με βασικό στόχο τους τα κοπάδια. Φαίνεται ότι κάτοικοι του χωριού βοήθησαν έναν συγχωριανό τους από επιδρομή μιας αλβανικής συμμορίας και τα μέλη της επέστρεψαν λίγο καιρό αργότερα διψασμένα για εκδίκηση.

Προσποιούμενοι τους Τούρκους φοροεισπράκτορες, έφτασαν στο Παλαιό Μαυρονόρος και κατευθύνθηκαν προς το σχολείο… Κρατώντας όμηρους τα παιδιά κι έχοντας ήδη μαχαιρώσει ένα από αυτά εξαιτίας της βοήθειας που είχε παράσχει νωρίτερα στον βοσκό, οι Αλβανοί ταμπουρώθηκαν εκεί. Λίγα λεπτά αργότερα μια απελπισμένη μάνα που έτρεξε να προστατεύσει τον γιο της έπεφτε κι εκείνη νεκρή, ενώ άλλη μία τραυματίστηκε στο πόδι από πυροβολισμό.

Οι ισορροπίες δυνάμεων άλλαξαν όταν στο χωριό έφτασαν από τα χωράφια και τις στάνες οι άντρες. Ακολούθησαν πολλοί πυροβολισμοί, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις συμμορίτες, ενώ οι υπόλοιποι έγιναν καπνός.

Μετά από μόλις τρία χρόνια –και με το προηγούμενο συμβάν να είναι ακόμη στο μυαλό του κόσμου- ήρθε μια μεγαλύτερη καταστροφή. Ακόμη μία τεταμένη περίοδος οδήγησε σε νέες ταραχές και πολεμικές συρράξεις με τους Τούρκους κατακτητές που σε αντίποινα έκαψαν ολοσχερώς το χωριό το 1912. Οι κάτοικοί του, όμως, ούτε τότε το εγκατέλειψαν. Έμειναν εκεί και αγόγγυστα επιδιόρθωσαν τις ζημιές, επισκεύασαν τα σπίτια τους, έφτιαξαν και πάλι τα αλώνια τους στην άκρη του χωριού, αποφασισμένοι να παραμείνουν εκεί σε υψόμετρο 912 μέτρων στην ανατολική πλευρά του όρους Κασιδιάρη.

 

Φαίνεται, όμως, ότι δεν ήταν γραφτό, αφού την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε στρατηγικό πέρασμα και η περιοχή μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Ο φόβος ερήμωσε ξανά τον τόπο, καθώς οι περισσότεροι αναζήτησαν κρυψώνες και καταφύγια στα γύρω βουνά κι επέστρεψαν μετά το τέλος της Κατοχής. Αλλά πλέον είχαν μαζευτεί πολλές συμφορές και καθώς η Ελλάδα άλλαζε, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 απομακρύνθηκαν και οι τελευταίοι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι είτε βρέθηκαν στον νέο οικισμό που είχε χτιστεί στο μεταξύ, είτε προτίμησαν ακόμη πιο μακρινούς προορισμούς, αφήνοντάς το ένα «πέτρινο φάντασμα» στο «βουνό που μαυρίζει»…