Στα 14 έπαιζε ήδη Α1: Ο «Επόμενος Γιαννάκης» είναι το μεγαλύτερο χαμένο ταλέντο του ελληνικού μπάσκετ

Τον «πρόδωσε» το σώμα και η πίστη του…

Κουένκα, 1989. Ένα ζευγάρι μάτια ήταν το μόνο που χρειαζόσουν. Αν κοιτούσες τον παίκτη που έπρεπε εκείνη την εβδομάδα του Αυγούστου, θα καταλάβαινες πως ο αστικός μύθος, σε μια εποχή που αυτοί ταξίδευαν με τη γλυκιά βραδύτητα του τότε, ήταν αληθινός.

Πράγματι, θα γινόταν ένας μεγάλος πλέι μέικερ που θα έκανε την Ευρώπη να παραμιλά σε όλες τις γλώσσες του Πύργου της Βαβέλ, της νοηματικής συμπεριλαμβανομένης. Θα κοιτούσε στα μάτια το είδωλό του και με λίγη τύχη θα το έκανε να χαμηλώσει το βλέμμα. Θα γινόταν ένας από τους καλύτερους Έλληνες σκόρερ όλων των εποχών. Θα παραλάμβανε ευλαβικά- ή μήπως θα την απαιτούσε;– τη δάδα από τα ιερά τέρατα με το γαλάζια και τα λευκά και θα φώτιζε τις επόμενες γενιές.

Θα έγραφε ιστορία.

Θα οδηγούσε την Επίσημη Αγαπημένη.

Θα γινόταν ο επόμενος Παναγιώτης Γιαννάκης.

Η μπασκετική ιστορία του Θοδωρή Χατζησμάλη έμοιαζε να έχει προδιαγεγραμμένη πορεία: σημείο εκκίνησης θα ήταν το έδαφος και προορισμός τ’ αστέρια.

Και, ξέρετε, θα μπορούσε πράγματι να τα έχει καταφέρει, άμα εξέλειπε μία «λέξη που επαναλαμβάνεται πεισματικά εδώ και ώρα. Εκείνη με τα δύο, μόλις, γράμματα.

Θα.

Αν μπορείς να το ονειρευτείς, μπορείς να το κάνεις

Ή μήπως όχι;

Γιατί, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον μπασκετικό κόσμο να διαδεχθείς ένα τοτέμ των ελληνικών, ευρωπαϊκών και παγκόσμιων παρκέ. Δεν είναι ακριβώς βόλτα στο αγωνιστικό πάρκο το να μπεις στα παπούτσια του παίκτη που κάποτε, σ’ ένα Ιωνικός-Άρης, σκόραρε 73 πόντους. Δεν είναι πως αρκεί να φανταστείς τον εαυτό σου να φοράει τη φανέλα με το εθνόσημο, να σηκώνεις το κύπελλο του πρωταθλητή Ευρώπης το 1987, να κατακτάς το ασημένιο δύο χρόνια αργότερα, να πραγματοποιείς ένα εξωπραγματικό Μουντομπάσκετ το 1990.

Δε φτάνει το να κλείσεις τα μάτια και να σκεφτείς πως μπορείς να κάνεις ό,τι αυτός. Που μπορούσε, ο μπαγάσας, να κάνει πολλά: να βάλει την μπάλα στο καλάθι με μεγαλύτερη συχνότητα από εκείνη που λέει «Ασούμε» ο Γιώργος Παράσχος, να παίξει σκυλίσια άμυνα και να «σβήσει», σαν αγωνιστική γομολάστιχα που δεν φθείρεται ποτέ, τον καλύτερο παίκτη της αντίπαλης ομάδας, να κοντρολάρει τον ρυθμό ενός αγώνα, να βάλει τα πιο κρίσιμα καλάθια που χάριζαν τίτλους, να μοιράζει σωρηδόν ασίστ, να κυοφορήσει, κι εν συνεχεία να γεννήσει εξ ημισείας μ’ έναν έτερο Θεό, την πιο υπέροχη δεκαετία του αθλήματος στη χώρα μας, να θυσιάζει το ταλαντούχο «Εγώ» στο βωμό του απαραίτητου «Εμείς».

Αν νομίζετε πως η ιστορία έχει φερθεί καλά στον Παναγιώτη Γιαννάκη, κάνετε λάθος. Δεν υπήρξε απλά σπουδαίος παίκτης- όχι. Ήταν ένας από τους καλύτερους ευρωπαίους όλων των εποχών.

Και ναι, αν διαθέτεις το ουρανόμηκες ταλέντο του Θοδωρή Χατζησμάλη, δικαιούσαι να ονειρευτείς πως μια μέρα θα γίνεις σαν κι αυτόν.

Όμως αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα τα καταφέρεις.

Κάποια όνειρα δεν βρίσκουν ποτέ το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της πραγματικότητας. Παραμένουν άυλα και θνησιγενή.

Αρκεί ν’ ανοίξεις τα μάτια, και αυτό ήταν: πέθαναν.

Ingenio maximus, arte rudis

Μέγιστη διάνοια, πρωτόγονη τεχνική- αυτό ακριβώς, τίποτ’ άλλο, που θα έλεγε και ο αντιπρόεδρος το Εδεσσαϊκού: ο (γεννημένος το 1972) Θοδωρής Χατζησμάλης είχε από πολύ μικρή ηλικία το ιδιόμορφο χόμπι του να σχηματίζει αψεγάδιαστα όμικρον έκπληξης στα χείλη των προπονητών, των θεατών και των αντιπάλων.

Τα όσα μπορούσε να κάνει με μία μπάλα μπάσκετ στα χέρια παρέπεμπαν σε έργο τέχνης- κάτι σαν το Νο.8 του Τζάκσον Πόλοκ, ας πούμε, αλλά στο πολύ πιο κατανοητό.

Ο Χατζησμάλης ήταν ένα «ασόδυο»- ή combo guard που λέμε και στις μέρες μας- με σπάνια ικανότητα στην ντρίμπλα, πολύ καλό σουτ (παρά το ελαφρώς… αντιαισθητικό του στιλ), ασύλληπτο άλμα που του επέτρεπε να καρφώνει όπως ήθελε, και έφεση στην πάσα.

Ως μαθητής της τρίτης γυμνασίου έκανε το ντεμπούτο του στην Α1 (τότε Α΄ εθνική), με τη φανέλα του Ιωνικού. Επαναλαμβάνουμε, γιατί ξέρουμε πως αυτό είναι λιγότερο πιστευτό κι από την ιστορία που μοιράζεται κατά καιρούς  ο γράφων, σχετικά με ένα βροχερό φθινοπωρινό απόγευμα του 2006 στη Θεσσαλονίκη, όπου τον κάλεσε στο δωμάτιό της η Μόνικα Μπελούτσι και του ζήτησε να παραστεί μ’ ενδυμασία Αδάμ, τη στιγμή που αυτή θα υποδυόταν την Εύα: ο «Χούλιο», όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, στα 14 του έπαιζε στην Α1.

Όσοι τον πρόλαβαν θα σας πουν πως το κορμί του θύμιζε τουλάχιστον 20άρη, ενώ ήταν τέτοια η σιγουριά στο παιχνίδι του που νόμιζες πως δεν είναι ρούκι αλλά πολύπειρος βετεράνος.

Το μέλλον του προδιαγραφόταν τόσο λαμπρό που κανείς θα χρειαζόταν μάσκα οξυγονοκολλητή για να το παρακολουθήσει.

Και το Ευρωμπάσκετ παίδων του 1989 ήρθε να επιβεβαιώσει τις υποψίες: ναι, αυτό το παιδί θα έπαιζε σπουδαίο μπάσκετ.

Η κορυφή τον περίμενε.

Μόνο που δεν του είχαν πει πως εκείνος θα είχε το ρόλο του Σισύφου.

Χρειάζεται πολύ κουράγιο για να δείξεις τα όνειρά σου σε κάποιον άλλο

Ιδίως αν αυτά, στο εγγύς μέλλον, ενδέχεται να σε κάψουν: η εθνική παίδων του Θανάση Παπαδημητρίου πήγε στην Γκουανταλαχάρα (αρχικά) και την Κουένκα (στην τελική φάση) για το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, με εκπεφρασμένο στόχο την τετράδα και ενδόμυχες σκέψεις για βάθρο.

Αγωνιζόμενη στον πρώτο όμιλο, ωστόσο, απέναντι στο μεγαθήριο της Γιουγκοσλαβίας (που ήταν το φαβορί για το χρυσό), την Ισπανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Βουλγαρία τελείωσε μ’ ένα ωραιότατο 5-0, με τον Χατζησμάλη να βάζει στα πρώτα πέντε ματς 17 (Ισπανία), 27 (Γαλλία), 18 (Βέλγιο), 17 (Γιουγκοσλαβία) και 29 (Βουλγαρία) πόντους. Μαζί με τον Νίκο Οικονόμου ήταν οι δύο σταρ της ομάδας που είχε φτάσει, πια, στα ημιτελικά.

Η Τουρκία έπειτα από θρίλερ λύγισε και αυτή (64-61) με τον πλέι μέικερ του Ιωνικού να έχει 11 πόντους και αρκετές ασίστ. Στον τελικό, απέναντι στη διψασμένη για εκδίκηση Γιουγκοσλαβία, το πράγμα στράβωσε και οι Πλάβι ξέφυγαν έως και 21 πόντους, όμως τα πιτσιρίκια με τα γαλανόλευκα έκαναν τη μυθική ανατροπή και πήραν το- παντελώς απροσδόκητο- χρυσό (81-79 η Ελλάδα, με τον Χατζησμάλη να έχει 7 πόντους).

Ο Οικονόμου θα έλεγε, χρόνια αργότερα, πως άπαντες στην Ισπανία δήλωναν εντυπωσιασμένοι από τον Θοδωρή και ότι τον θεωρούσαν τον γκαρντ του μέλλοντος που θα έγραφε το όνομά του με χρυσά γράμματα στα παρκέ της γηραιάς ηπείρου.

Το όνειρό του είχε μοιραστεί με περίσσιο θάρρος στην μπασκετική κοινότητα, που παρακολουθούσε με δέος.

Λίγα χρόνια αργότερα, δε θα παρακολουθούσε καν.

Σε ποιον αρέσει, άλλωστε, να βλέπει εφιάλτες;

Μην εμπιστεύεσαι μόνο τη λογική. Βάλε και λίγη πίστη μέσα

Η πίστη ήταν κάτι που ποτέ δεν έλειπε από τον Χατζησμάλη. Ωστόσο, ενώ υπήρχε μέσα του σε υπέρμετρες ποσότητες σε ό,τι είχε να κάνει με τον Θεό, κάπου άρχισε να ξεθωριάζει όταν το κυρίως ζήτημα ήταν οι ικανότητές του.

Ο νεαρός παίκτης παρά τις διεθνείς παραστάσεις παρέμεινε ένας πεισματικά κλειστός χαρακτήρας, που αφοσιωνόταν όλο και περισσότερο στην εκκλησία, την ίδια στιγμή που το πάθος του για το μπάσκετ θύμιζε καντήλι που καίει για ώρες, περιμένοντας την αναπόφευκτη αγκαλιά του σκοταδιού.

Το κορμί του στην πορεία άρχισε να τον προδίδει, εν πολλοίς και λόγω του γεγονότος πως από τα 14 του έκανε κάθε μέρα προπόνηση με παίδες, εφήβους, άνδρες, τα κλιμάκια της εθνικής και τις μικτές ομάδες των κορυφαίων της ΕΣΚΑ. Η ανηλεής καταπόνηση «χάρισε» σοβαρά ζητήματα τενοντίτιδας και άλλων προβλημάτων στα γόνατά του, ενώ στάθηκε άτυχος σπάζοντας στο μεσοδιάστημα και το χέρι του.

Αντί για τα λαμπερά σαλόνια της Α1 περιορίστηκε στην Α2, έκανε ένα πέρασμα από την Πορτογαλία, πριν καταλήξει να παίζει στα τοπικά πρωταθλήματα της Αθήνας.

Η αγωνιστική Γη της Επαγγελίας δεν ήρθε ποτέ και ο Χατζησμάλης εκδιώχθηκε- αν και όλα συνηγορούσαν προς το αντίθετο- από τον μπασκετικό παράδεισο.

Η πίστη, βλέπετε, ενίοτε είναι σκληρή.

Και είναι τότε που ξεχύνεται στο δρόμο σου η κόλαση.

Τίποτα δεν είναι πιο θλιβερό από τον θάνατο μιας ψευδαίσθησης

Μια κινητή εγκυκλοπαίδεια του μπάσκετ. Ένας άνθρωπος που ήταν εκεί όταν ήρθε η ιδέα στον Τζέιμς Νέισμιθ για τη δημιουργία ενός νέου αθλήματος κι έκτοτε δεν έχει χάσει αγώνα από Γ΄ τοπικό μέχρι τελικούς ΝΒΑ. Και, το κυριότερο όλων, ένας φίλαθλος του Ιωνικού που το πρόσωπό του θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αντικαταστήσει, μελλοντικά, το σήμα της ομάδας.

Αλήθεια, Τόλη Κοτζιά, τι θυμάσαι για τον συνομήλικό σου, Θοδωρή Χατζησμάλη;

«Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της εποχής. Ένα παιδί αδύνατο, με πολύ μακριά άκρα, που έκανε την μπάλα… κομπολόι. Ήταν 13 χρόνια μικρότερος από τον Παναγιώτη Γιαννάκη- που επίσης είχε ξεκινήσει την καριέρα του από τον Ιωνικό- και πολλοί θεωρούσαν πως αυτός ήταν ο διάδοχός του. Είχε τέτοια φήμη που στα εκτός έδρας παιχνίδια του Ιωνικού στα παιδικά και τα εφηβικά τμήματα πάρα πολύς κόσμος, πέραν φυσικά των γονιών και των συγγενών των παικτών, έλεγε “Πάμε να δούμε τον Χατζησμάλη του Ιωνικού”- κάτι αντίστοιχο γινόταν και με τον Μυριούνη που αγωνιζόταν στον Κρόνο. Έτσι συνέβαινε το εξής “παράδοξο”: τα παιχνίδια των παίδων και των εφήβων του Ιωνικού μάζευαν καμιά φορά περισσότερο κόσμο από τους αγώνες του αντρικού τμήματος, που έπαιζε στην Α1 ή την Α2! Τότε βλέπεις δεν υπήρχε το ίντερνετ και το YouTube, να πατάς ένα κουμπί και να παρακολουθείς τα highlights των παικτών. Οπότε για να δεις το κάθε ταλέντο και ν’ ανακαλύψεις τον κάθε παίκτη, πόσω μάλλον τον Χατζησμάλη, έπρεπε να πας στο γήπεδο. Μαζί με τον Νίκο τον Οικονόμου, που ήταν συμπαίκτες στην ομάδα της Νίκαιας, συνέθεταν ένα τρομερό δίδυμο.

Το να γίνει βέβαια “Ο επόμενος Γιαννάκης” ήταν ένα πάρα πολύ βαρύ φορτίο, σχεδόν ασήκωτο. Είναι σα να λέμε τώρα για κάποιον πιτσιρικα να γίνει ο νέος Διαμαντίδης, ο νέος Σπανούλης και ούτω καθεξής. Δεν είναι εύκολο να σηκώσεις τέτοιο βάρος, αν δεν είσαι εκτός από παικταράς και πολύ δυνατός σε ψυχολογικό επίπεδο.

Γιαννάκης δε γίνεσαι από τη μια μέρα στην άλλη. Ο Χατζησμάλης αφενός δεν είχε το πάθος του Γιαννάκη, αφετέρου από ένα σημείο και μετά αντιμετώπισε αρκετά ζητήματα τραυματισμών. Ο Γιαννάκης από τις 24 ώρες της ημέρας έψαχνε και μια 25η και μια 26η για να προπονηθεί κι άλλο, ενώ ο Θοδωρής ήταν ένα πολύ κλειστό παιδί, χωρίς αυτό το άσβεστο πάθος του Δράκου. Ήταν, επίσης, πάρα πολύ θρήσκος. Επικεντρωνόταν στη θρησκεία στο μέγιστο βαθμό. Ήταν διαφορετικού χαρακτήρα παιδί. Βέβαια σε μπασκετικό επίπεδο έκανε ασύλληπτα πράγματα, ειδικά στις μικρότερες ηλικίες. Έπαιξε στις εθνικές ομάδες παίδων και εφήβων, κάνοντας μαγικές εμφανίσεις εκείνη την εποχή. Σκέψου ότι στα 14 του έπαιζε στην ανδρική ομάδα του Ιωνικού, στην Α1. Ο “Χούλιο”, όπως ήταν το παρατσούκλι του, δυστυχώς όχι απλά δεν έγινε ο νέος Γιαννάκης, αλλά δεν έκανε καν καλή καριέρα- κατά βάση λόγω του χαρακτήρα του και των τραυματισμών που είχε. Είναι, πάντως, ένας από τους ελάχιστους Έλληνες παίκτες που έπαιξαν στην Πορτογαλία, στη Βίλα Νόβα.

Μπορεί να μην έκανε την καριέρα που φαινόταν ότι θα κάνει, όμως όταν ήταν έφηβος το όνομά του άγγιζε τα όρια του μύθου.»

Υπάρχει πάντα ένα όνειρο που γερνάει

Ένα τεράστιο, μερικώς «σπαταλημένο», ταλέντο- ενδεχομένως το μεγαλύτερο, μαζί με τον Χάρη Μαρκόπουλο.

Μία εντυπωσιακή καριέρα που έμοιαζε να είναι εκεί, στην επόμενη στροφή, μόνο που η ζωή επέτασσε να πάει ευθεία χωρίς να κοιτάζει γύρω του.

Ένα κορμί που σαν άλλος Βρούτος τον κάρφωσε πισώπλατα. Ο επόμενος Δράκος που δεν πρόλαβε να ρίξει ούτε μία μπάλα φωτιάς στο ανώτατο επίπεδο. Η κληρονομιά του Γιαννάκη, βαριά κι ασήκωτη για τους ώμους ενός εφήβου.

Ο Θοδωρής Χατζησμάλης έκανε πολύ κόσμο να ονειρευτεί όταν ήταν νέος. Έπειτα το όνειρο γέρασε κι άφησε μια πικρή γεύση στον ουρανίσκο εκείνων που είχαν δει τι είναι ικανός να κάνει.

Εκείνα τα «θα» του παρελθόντος είχαν πάντα στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον.

Τι κρίμα, αλήθεια, που στην πορεία έχασαν τον ενεστώτα.