Είναι «γνώρισμα» της εποχής: από το Πάσχα και μετά μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου υπάρχει, θαρρείς, μία παγκόσμια… συμφωνία, η οποία επιτάσσει κανείς να μην σκέφτεται τον κορωνοϊό και να συμπεριφέρεται λες και η πανδημία αποτελεί πράγματι παρελθόν.
Οι αλήθεια είναι- κι αυτό το γνωρίζουμε καλά πλέον μετά από 2.5 χρόνια- πως τους θερινούς μήνες η μεταδοτικότητα υποχωρεί και τα κρούσματα «πέφτουν», όχι γιατί η θερμοκρασία και ο ήλιος παίζει κάποιον ρόλο στο Rt του ιού, αλλά επειδή έχουμε ανοιχτά παράθυρα, είμαστε περισσότερο σε εξωτερικούς χώρους και δεν «στριμωχνόμαστε» σε κλειστούς, περπατάμε πιο πολύ αντί να μπαίνουμε στα ΜΜΜ και ούτω καθεξής.
Ο κορωνοϊός σίγουρα υποχωρεί το καλοκαίρι, μα δεν εξαφανίζεται. Είναι ακόμα εδώ και συνεχίζει να πλήττει σύσσωμο τον πλανήτη. Είναι χαρακτηριστικό πως στις πρώτες δύο εβδομάδες του Μαΐου έχουν καταγραφεί σχεδόν 8 εκατομμύρια κρούσματα σε όλο τον κόσμο- νούμερο διόλου ευκαταφρόνητο, δηλαδή- ενώ ανεβαίνουν συνεχώς οι περιπτώσεις των επαναμολύνσεων.
Αποτελεί κοινό μυστικό, επίσης, πως η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών όλων των χωρών έχει νοσήσει τουλάχιστον μία φορά. Υπάρχει, ωστόσο, μια μικρή, πολύ μικρή μειονότητα ατόμων που δεν έχει κολλήσει ακόμα. Και δε μιλάμε για ερημίτες ή για άτομα που ζουν τελείως απομονωμένα από την κοινωνία και δεν έρχονται σ’ επαφή με κανέναν ή για κάποιους που τηρούν υπέρ το δέον τα μέτρα προστασίας, αλλά για ενεργούς ανθρώπους που έχουν έρθει σε ευθεία «επαφή» με τον covid-19, όμως οι ίδιοι δεν κόλλησαν.
Αυτές οι ελάχιστες περιπτώσεις έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων, οι οποίοι θέλουν να δουν αν υπάρχει κάποιου είδους «σύνδεση» μεταξύ αυτών των περιπτώσεων και αν μπορούν, μέσω των συγκεκριμένων ατόμων, να καταλάβουν καλύτερα τον ιό.
«Αυτό που ψάχνουμε είναι πιθανές πολύ σπάνιες γενετικές μεταλλάξεις με πολύ μεγάλο αντίκτυπο στο άτομο», λέει σχετικά ο Αντράς Σπάαν, κλινικός μικροβιολόγος στο Rockefeller University της Νέας Υόρκης, που είναι επικεφαλής έρευνας για γενετικό υλικό το οποίο ευθύνεται για την ανθεκτικότητα απέναντι στον κορωνοϊό. Στη διεθνή μελέτη, αναφέρει ο Σπάαν, ήδη μετέχουν 700 άτομα και παρακολουθούνται πάνω από 5.000 άνθρωποι που έχουν εμφανιστεί ως πιθανόν άνοσοι στη μόλυνση από κορωνοϊό.
Μία από τις μετέχουσες στη μελέτη είναι η 49χρονη Μπέβιν Στρίκλαντ, νοσηλεύτρια που εργάστηκε εθελοντικά σε νοσοκομείο στο Κουίνς για έξι εβδομάδες από τον Απρίλιο του 2020 (τότε, δηλαδή, που η Νέα Υόρκη αποτελούσε το επίκεντρο του ιού παγκοσμίως).
«Από τη δεύτερη ημέρα δεν ενδιαφερόμουν καν για το αν θα κολλήσω κορωνοϊό», σχολιάζει η Στρίκλαντ που συχνά εργαζόταν χωρίς μάσκα, για να επικοινωνήσει καλύτερα με τους ασθενείς που ήταν σε σύγχυση λόγω της έλλειψης οξυγόνου και της εξάντλησης που επιφέρει ο ιός, ιδίως τις πρώτες ημέρες.
«Έβγαζα συνεχώς τη μάσκα, ώστε να μπορούν να δουν το πρόσωπό μου. Αυτό μας βοηθούσε να μπορέσουμε να τους βάλουμε μάσκα οξυγόνου και να τους φροντίσουμε», λέει. Η Στρίκλαντ έκανε κάθε εβδομάδα τεστ για κορωνοϊό. Δεν βρέθηκε ποτέ θετική. Όταν ολοκληρώθηκε η εθελοντική εργασία της, έκανε τεστ αντισωμάτων, που επίσης έδειξε ότι δεν είχε μολυνθεί.
Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως ούτε οι δύο γονείς της Στρίκλαντ ούτε και η δίδυμη αδερφή της (που είναι γιατρός και εκτέθηκε και η ίδια σε τεράστιο βαθμό στον covid)κόλλησαν κορωνοϊό. Όταν τόσο η ίδια όσο και ο ένας από τους δίδυμους γιους της κατάφεραν να αποφύγουν να νοσήσουν παρότι ο άλλος γιος της μολύνθηκε, η Στρίκλαντ άρχισε να υποψιάζεται ότι έχει φυσική ανοσία στον ιό.
«Η μελέτη των γονιδίων και άλλων βιολογικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων που δεν έχουν κολλήσει κορωνοϊό θα μπορούσε να ρίξει φως στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται ο ιός ή πώς προσβάλει το ανθρώπινο σώμα και κάνει τους ανθρώπους να νοσούν», λέει η Τζένιφερ Νούζο, καθηγήτρια επιδημιολογίας στο Brown University School.
Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν γιατί κάποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν ανοσία στον κορωνοϊό, αλλά η Νούζο λέει πως μια υπόθεση θα μπορούσε να είναι ότι κάποιοι έχουν λιγότερους υποδοχείς στη μύτη, στον λάρυγγα και τους πνεύμονες για να συνδεθεί ο ιός. Άλλες πιθανές εξηγήσεις θα μπορούσε να είναι προγενέστερη έκθεση σε σχετικό ιό ή απλά ότι έχουν γεννηθεί με ανοσοποιητικό σύστημα που καταπολεμά καλύτερα τον SARS-CoV-2.
Καταλαβαίνει εύκολα κανείς, λοιπόν, πως αν τα ευρήματα των συγκεκριμένων ερευνών γίνουν σαφή και οι εμπειρογνώμονες εξάγουν ξεκάθαρα συμπεράσματα, τότε θα γίνει πολύ πιο εύκολο να κυκλοφορήσουν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά φάρμακα και να δοθούν πιο ευκρινείς συμβουλές προς όλους, προκειμένου να προφυλαχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η δημόσια υγεία.
Όσο κι αν έχουμε την αίσθηση πως ξεμπερδέψαμε με τον ιό, κάτι τέτοιο δεν ισχύει- πρόκειται απλά για ψευδαίσθηση. Ο covid είναι ακόμα εδώ και θα συνεχίσει να κυκλοφορεί στις κοινωνίες γι’ αρκετό καιρό ακόμα.
Όσοι είναι άνοσοι στην μόλυνση ίσως και να κρατούν, εν αγνοία τους, το κλειδί για το οριστικό τέλος.
Ποτέ ξανά ένα «ίσως» δε θέλαμε τόσο πολύ να φορέσει τον λεκτικό μανδύα του «σίγουρα»…