«Glass»: Το ερωτικό γράμμα του Σιάμαλαν στην υπερηρωική μυθολογία ολοκληρώθηκε

Πολύ μακριά από την αισθητική της DC και της Μarvel, ο Μ.Νάιτ Σιάμαλαν παρουσιάζει ένα πολύ πιο λιτό αλλά και πολύ πιο βαθύ superhero σύμπαν .

Ας υποθέσουμε πως ζούμε σε ένα κόσμο όπου υπάρχουν άνθρωποι με υπερδυνάμεις. Δεν είναι κάτι παράλογο, υπάρχει μια θεωρία άλλωστε που υποστηρίζει πως ανάμεσά μας υπάρχουν όντως άνθρωποι με υπερδυνάμεις, απλά τις κρύβουν διότι η κοινωνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να τους αποδεχθεί. Το έχει αυτό το κακό η κοινωνία: αποδέχεται δύσκολα τους διαφορετικούς.

Ας υποθέσουμε λοιπόν πως αυτά τα άτομα με τις υπερδυνάμεις, άνθρωποι που αποτελούν την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους θα έλεγε κάποιος που θα τους αντιλαμβανόταν πιο ανοικτόμυαλα (και υπό μια έννοια, θα είχε δίκιο), ψάχνοντας να βρουν τους εαυτούς τους σε αυτόν τον κόσμο παρεμβαίνουν στην κοινωνία με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

Για παράδειγμα, κάποιος εξ’ αυτών που έχει ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης μέσα του ίσως να επιχειρούσε να γίνει κάτι σαν τιμωρός του εγκλήματος. Ένας άλλος, που στην ηθική του η ανθρώπινη ζωή δεν έχει βασική προτεραιότητα, ίσως στην προσπάθειά του να βρει τη θέση του σε αυτόν τον κόσμο να γινόταν επικίνδυνος. Και κάπως έτσι, θα δημιουργούνταν στην αληθινή ζωή εκδοχές του βασικού διπόλου που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην κόμιξ, υπερηρωική μυθολογία. Στην αληθινή ζωή, έτσι θα βιώναμε τους υπερήρωες και τους αντιπάλους τους.

Αυτός ο προβληματισμός απασχόλησε πρώτη φορά τον Μ.Νάιτ Σιάμαλαν πριν 19 ολόκληρα χρόνια. Ο «Άφθαρτος», η ταινία με τον Μπρους Γουίλις και τον Σάμουελ Τζάκσον, υπήρξε μια ιδιαίτερη και πρωτοποριακή superhero ταινία διότι επιχείρησε να αφηγηθεί από ρεαλιστική, βαθιά ψυχαναλυτική και υπαρξιακή σκοπιά μια ιστορία για έναν εν δυνάμει υπερήρωα που συγκρούεται με έναν «κακό».

Το «Split», η ταινία του Σιάμαλαν που ήρθε το 2017, ήταν ένα θρίλερ χιτσκοκικής αισθητικής με έναν τυπικό «κακό» horror ταινιών που, όπως αποκαλύφθηκε πριν το φινάλε του, μοιραζόταν το ίδιο σύμπαν με τον «Άφθαρτο»: οι υπερφυσικές δυνατότητες των κεντρικών χαρακτήρων αυτών των δυο ταινιών ήταν δεδομένο πως θα συγκρουστούν σε μια μελλοντική ταινία. Αυτή ήρθε στις αρχές του 2019 – στην Ελλάδα θα κάνει πρεμιέρα στις 17 Ιανουαρίου.

Το «Glass», το τρίτο μέρος της τόσο ιδιαίτερης υπερηρωικής τριλογίας του Μ.Νάιτ Σιάμαλαν, αποτελεί την κορύφωση μιας προσπάθειας που ξεκίνησε πριν 19 χρόνια τόσο σε επίπεδο ολοκλήρωσης μιας ιστορίας όσο και επίπεδο προβληματισμών. Αυτό που κατά βάση συνεχίζει να απασχολεί τον Σιάμαλαν είναι η θέση που δυνητικά θα είχαν οι υπερήρωες (ή οι υπερκακοί) σε έναν ρεαλιστικό κόσμο.

Ανεξάρτητα από το αν το «Glass» αρέσει σαν ταινία ή όχι, είναι δεδομένο πως καταφέρνει να ανοίξει διαλόγους αναφορικά με τους προβληματισμούς του Σιάμαλαν. Το δυστυχές είναι πως δύσκολα μπορεί κανείς να αναλύσει αυτούς τους προβληματισμούς χωρίς να προβεί σε spoilers. Και αυτό δεν αφορά μόνο το τελικό plot twist και τις (κοινωνικού περιεχομένου) συζητήσεις που αυτό σηκώνει αλλά και σχεδόν ολόκληρη την ταινία. Διότι μπορεί το σκεπτικό της να κορυφώνεται με το φινάλε της αλλά στην πραγματικότητα, ξεδιπλώνεται από το πρώτο λεπτό.

Η τριάδα που στέκεται στο επίκεντρο της πλοκής του «Glass» είναι -επί της ουσίας- οι ρεαλιστικές εκδοχές υπερηρώων που έχουμε αγαπήσει μέσα από την παραδοσιακή υπερηρωική μυθολογία:

-Ο Άφθαρτος, ο χαρακτήρας δηλαδή του Μπρους Γουίλις που επιστρέφει μετά την πρώτη ταινία, είναι μια φιγούρα που ξεκάθαρα αντλεί τις επιρροές της ύπαρξής του από τον Μπάτμαν: είναι μοναχικός, λιγομίλητος, σκοτεινός τόσο σε επίπεδο χαρακτήρα όσο και σε επίπεδο αισθητικής, τον βαραίνει ένας θάνατος από το παρελθόν και ασχολείται εμμονικά με το κρυφό κυνήγι του εγκλήματος. Ο γιός του, που παίζει βοηθητικό ρόλο στις αποστολές του, μοιάζει να είναι ένα κράμμα του Άλφρεντ με τον Ρόμπιν ενώ ο Άφθαρτος, όσο και αν δεν έχει κανένα πρόβλημα να ασκεί βία, έχει εσωτερικούς κανόνες απαραβίαστους σαν νόμους.

-Ο Split, ο «κακός» που μας συστήθηκε στην ομόνυμη ταινία με τις πολλαπλές προσωπικότητες, η μια εκ των οποίων τον μετατρέπει σε ένα ανεξέλεγκτο, δολοφονικό και γεμάτο δύναμη κτήνος, είναι δίχως αμφιβολία μια ρεαλιστική και villain εκδοχή του Hulk. Σε αντίθεση με τον πράσινο χαρακτήρα της Marvel, εκείνος δεν είχε την τύχη να βρεθεί με άλλα καλά παιδιά που τον καθοδηγούν να στρέφει προς το καλό την αναπάντεχη δύναμη που έρχεται μαζί με την ανάδυση του χαρακτήρα που κρύβεται μέσα του. Και συν τοις άλλοις, έχει και άπειρα ψυχολογικά από την παιδική του ηλικία: δεν θα μπορούσε αυτή η εκδοχή του Hulk να αφορά κάποιον «καλό». Σε ερμηνευτικό επίπεδο δε, ο Τζέιμς Μακαβόι, που «ζωντανεύει» για δεύτερη φορά τον εν λόγω χαρακτήρα, κλέβει με χαρακτηριστική άνεση την παράσταση από τους δυο βασικούς συμπρωταγωνιστές του.

-Ο Mr. Glass, o χαρακτήρας του Σάμιουελ Τζάκσον που έχει ένα σώμα εύθραυστο σαν γυαλί αλλά ένα ιδιοφυές και πολυεπίπεδο μυαλό που όχι μόνο αντισταθμίζει το γεννετήσιο μειονέκτημά του αλλά τον μετατρέπει σε ένα φαινόμενο, είναι με την σειρά του μια άλλη εκδοχή του Magneto, του «κακού» από τους X-Men (και αντίπαλο δέος του Xavier). Ο Mr. Glass είναι η αναμφισβήτητη «ψυχή» της ταινίας ακόμα και αν αυτό δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως αλλά πρέπει να εξελιχθεί η πλοκή της για να γίνει κατανοητό. Υποστηρικτής της ιδέας πως οι άνθρωποι σαν αυτόν και τους δυο συμπρωταγωνιστές του δεν διαχωρίζονται εξαιτίας των αντιλήψεων τους αλλά αντίθετα, ενοποιούνται λόγω των υπεράνθρωπων δυνατοτήτων τους, δίνει αγώνα προς την κοινωνική ανάδειξη αυτής της πραγματικότητας και τελικός του σκοπός είναι η άμβλυνση των διαφορών ανάμεσα στους έτερους υπερανθρώπους της ιστορίας.

Στον Mr. Glass αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω μιας και είναι δεδομένα ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας της ταινίας (και ας είναι ο Μακαβόι που κλέβει την παράσταση ερμηνευτικά). Διότι αποτελεί την προσωποποίηση μιας παράδοσης των υπερηρωικών κόμιξ που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο ώστε αυτά να ωριμάσουν. Τη λογική δηλαδή πως τα διαχωριστικά σύνορα των «καλών» και των «κακών» είναι ανούσια, ανύπαρκτα. Πως είναι οι κοινωνικές συνθήκες που στρέφουν τον έναν ιδιαίτερο άνθρωπο απέναντι στον άλλο, πως στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν.

Όπως εύστοχα έχει γραφτεί στο εξωτερικό αυτή είναι μια ιδέα που προωθείται υπόρρητα για πρώτη φορά στο εντυπωσιακό «Batman Returns». Η ταινία εκείνη του Τιμ Μπάρτον το έκανε μέσα από τον Μπάτμαν, τον Πιγκουίνο και την Κατ-Γούμαν. Το «Glass» του Σιαμαλάν, το κάνει μέσα από τους τρεις δικούς του πρωτότυπους ήρωες. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορά: στην ταινία του Μπάρτον αυτό ήταν κάτι που απέρρεε από την ατμφόσφαιρα ως υπόνοια, εδώ πρόκειται για μια λογική που ξεκάθαρα διαπερνάει συνολικά το πνεύμα της ταινίας. Γι’ αυτό η σύγκριση του Mr. Glass με τον Magneto είναι πιο δόκιμη. Επειδή οι πράξεις του στην ταινία είναι συνειδητές.

Ο Mr. Glass είναι ένας άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως εκπρόσωπο μιας καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας. Οτιδήποτε κάνει στοχεύει στην ορατότητα της, στην αποδοχή της από την κοινωνία. Θέλει να ωθήσει όλους εκείνους που είναι ίδιοι με αυτόν να απενοχοποιήσουν τα χαρίσματά τους, να μην κρύβονται από ντροπή αλλά να είναι περήφανοι για τη φύση τους. Και -σαν τον Magneto- θεωρεί τόσο σημαντικό τον σκοπό του που αυτόματα αγιοποιεί τα μέσα του. Ακόμα και την βία, ακόμα και τις δολοφονίες.

Κατά τα άλλα, το «Glass», εκτός από την ολοκλήρωση ( ; ) της προσπάθειας του Σιάμαλαν να μιλήσει για την δική του εκδοχή όσον αφορά τα superhero σύμπαντα, είναι και ένας μεγάλος φόρος τιμής στην κόμιξ αισθητική εν γένει. Μάλιστα, ο Σιάμαλαν, από την τρομακτική του αγάπη για αυτό που κάνει, φροντίζει να «εμβολιάσει» με ισχυρές δόσεις κόμιξ αφέλειας την ιστορία του, γεγονός που δεδομένα θα ξενίσει πολύ κόσμο (άλλωστε είναι ένα στοιχείο που δεν υπήρχε ούτε στον «Άφθραρτο» ούτε στο «Split», τα οποία ωστόσο -σε αντίθεση με το «Glass»- ήταν «κρυφές» κόμιξ ταινίες).

Για παράδειγμα, το exposition που γίνεται ανά σημεία ή τα meta αστειάκια-κλείσιμο του ματιού στους φανατικούς κομιξάκιδες θα χαλάσουν πολύ κόσμο. Άλλοι βέβαια, ενδέχεται να λατρέψουν το «Glass» γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Το που θα κάτσει η μπίλια του κοινού θα δείξει. Το δεδομένο είναι πως ο Σιάμαλαν ολοκληρώνει μια ιστορία με πολύ μεγάλο βάθος γύρω από την κόμιξ μυθολογία, το κάνει με ένα αληθινά τολμηρό φινάλε και η τριλογία του θα (πρέπει να) συγκαταλέγεται για πάντα στις καλύτερες και (αυτό δεν χωράει αμφιβολία) ιδιαίτερες στιγμές του υπερηρωικού σινεμά.