Είναι αγαπημένο θέμα για τον κόσμο του κινηματογράφου οι serial killers. Για να αποδειχθεί του λόγου το αληθές αρκεί να αραδιαστούν ονόματα όπως εκείνα του Χάνιμπαλ Λέκτερ, του Μάικλ Μάγιερς, ακόμα και του Τζόκερ που πρόσφατα έκανε πάταγο μέσα από την προσωπική του ταινία ή να αναφερθούν ταινίες όπως το «Seven» ή το «Ψυχώ».
Οι κατά συρροήν δολοφόνοι, εκείνοι που σκοτώνουν συστηματικά επειδή κάτι τους ωθεί μέσα από τα βάθη της ψυχής τους προς αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις είναι τύποι πολύ πιο τρομακτικοί στα μάτια του μέσου «υγιή» κινηματογραφικού θεατή από άλλους τύπους δολοφόνων, όπως οι πληρωμένοι εκτελεστές για παράδειγμα. Διότι είναι το ανεξήγητο, το παράλογο που «ντύνει» τις πράξεις τους, δεν υπάρχει ορθολογισμός στους φόνους τους και έτσι, εκτός από τρομακτικοί είναι και «είδη προς εξερεύνηση»: να γιατί στο σινεμά βλέπουμε διαρκώς τέτοιους τύπους, να γιατί «πουλάνε» τόσο.
Όμως, μην γελιόμαστε: υπάρχει πάντα μια καλογυαλισμένη αίσθηση στο κινηματογραφικό πανί που συνοδεύει αυτές τις πράξεις. Ακόμα και οι πιο ρεαλιστικές ταινίες δεν αποτυπώνουν στο έπακρο τον αληθινό αποτροπιασμό που μπορούν να μας προκαλέσουν αυτοί οι άνθρωποι – πολλές φορές μάλιστα συμβαίνει και το ακριβώς ανάποδο: μοιάζουν αμφιλεγόμενοι με έναν γοητευτικό τρόπο. Όμως, πόσοι θεατές θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν την καθημερινότητα ενός τέτοιου ανθρώπου στεγνά, χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς γυαλίσματα;
Ο Φατίχ Ακίν φαίνεται πως θέλει να προβοκάρει ακριβώς πάνω σε αυτή την αναντιστοιχία μέσω της τελευταίας του ταινίας, αυτή που έχει τίτλο «Το Χρυσό Γάντι». Δύο χρόνια μετά το αριστουργηματικό του «Μαζί ή Τίποτα», ο Τούρκος σκηνοθέτης μας παράδιδει το πορτρέτο ενός serial killer και ταυτόχρονα, την πιο σκληρή, αληθοφανή, ωμή και αηδιαστική ταινία που έχει γυριστεί γύρω από αυτή τη θεματική από την εποχή του καλτ και πέρα για πέρα σοκαριστικά βίαιου «Henry: Portrait Of A Serial Killer».
Το «Χρυσό Γάντι» είναι η αληθινή ιστορία του Φριντζ Χόνκα (τον ερμηνεύει κάτω από τόνους μέικ-απ ο μόλις 23 χρονών Γιόνας Ντάσλερ σε μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση), ενός μοναχικού άνδρα που ζούσε στο Αμβούργο των 70s. Άνθρωπος χωρίς παρέες και με περιορισμένη νοημοσύνη, απωθητικός για τις γυναίκες -ακόμα και για τις πόρνες…- εξαιτίας μιας βαριάς δυσμορφίας στο πρόσωπό του, ο Χόνκα περνούσε τον ελεύθερο χρόνο πίνοντας άπειρες ποσότητες αλκοόλ στο μπαρ «Χρυσό Γάντι» από όπου και «ψώνιζε» ιερόδουλες. Αυτή ήταν η βασική του καθημερινότητα. Αυτή και το να σκοτώνει γυναίκες για να τις εκδικηθεί που τον απορρίπτουν…
Το ότι η ταινία του Φατίχ Ακίν δεν έχει καμία διάθεση να κάνει εκπτώσεις στον ρεαλισμό της παρατήρησής της στην καθημερινότητα ενός τέτοιου άντρα, γίνεται κατανοητό από την πρώτη μόλις σκηνή. Και αυτό δεν αλλάζει σε κανένα σημείο της ταινίας, ίσα-ίσα: το «Χρυσό Γάντι» γίνεται μια πολύ ενοχλητική ταινία, με αποκρουστικές σκηνές και μια ατμόσφαιρα που οριακά σε κάνει να νιώθεις στα ρουθούνια σου την μυρωδιά του αίματος που κατακλύζει τις πράξεις του πρωταγωνιστή.
Το «Χρυσό Γάντι» έκανε μπόλικο κόσμο να νιώσει άβολα με την αδιαπραγμάτευτη τάση του να δείχνει όσο πιο χύμα γίνεται τα όσα λαμβάνουν χώρα στην πλοκή του. Πολλοί θεατές των φεστιβάλ μίλησαν για «σοκ για το σοκ», για προκλητική δημιουργία χωρίς περεταίρω βάθος. Βέβαια, είναι γνωστή η ευαισθησία των φεστιβαλικών κοινών σε τέτοιου τύπου ρεαλισμούς.
Στην πραγματικότητα, το «θάψιμο» αυτού του τύπου προκύπτει από μια παρεξήγηση: το να καταγγέλλεται το «Χρυσό Γάντι» για έλλειψη βάθους είναι σαν να καταγγέλλεται για το γεγονός ότι δεν επιδιώκει να είναι κάτι παραπάνω από μια απλή καταγραφή της ζωής ενός serial killer. Όμως, αυτή είναι μια άκυρη καταγγελία: η πρόθεση του Ακίν είναι να καταγράψει, όχι να μελετήσει. Το αληθινό ερώτημα είναι αν κάνει καλά αυτό που ο ίδιος έχει επιλέξει να κάνει, όχι αυτό που τα φεστιβαλικά κοινά θα ήθελαν να έχει επιλέξει. Και ακριβώς το γεγονός ότι το «Χρυσό Γάντι» καταγγέλεται ταυτόχρονα ως άρρωστο, σοκαριστικό και απωθητικό είναι η απόδειξη πως κάνει καλά αυτό που ήθελε ο δημιουργός του: έτσι έπρεπε να το κάνει, έτσι το έκανε.
Το παράδοξο είναι ότι το «Χρυσό Γάνι», μέσα από την άρνησή του να μπει σε περισσότερους σχολιασμούς πέρα από αυτούς που ο κάθε μεμονωμένος θεατής μπορεί να κάνει μόνος του βλέποντας τις σκληρές του εικόνες, καταφέρνει να είναι πολύ πιο βαθιά ταινία από ορισμένες συγγενικές της που -σε αντίθεση με το «Χρυσό Γάντι»- μιλάνε πολύ και λένε πολλά. Η περίπτωση του Λαρς Φον Τρίερ ας πούμε και του περσινού «The House that Jack Built» είναι χαρακτηριστική. Υπό μια έννοια, η ταινία του Ακίν μπορεί να θεωρηθεί και η φετινή απάντηση στο περσινό φιλμ του Τρίερ.
Εκεί ο Τρίερ έχει να πει πολλά αλλά η ανικανότητά του να μετασχηματίσει τις απόψεις του σε κανονική κινηματογραφική γλώσσα (πλασάροντας ως πειραματισμό το άγαρμπο exposition του) τον ωθεί στο να τα λέει με βαρετό τρόπο και να μην τον ακούμε καν. Εδώ ο Ακίν δεν έχει να πει ιδιαίτερα πολλά πράγματα αλλά η κινηματογραφική του γλώσσα μιλάει από μόνη της και εν τέλει, το «Χρυσό Γάντι» καταλήγει πιο εύστοχο. Εμμένουμε σε αυτή τη σύγκριση μόνο και μόνο για ένα λόγο: διότι όσοι θέλουν να δουν ένα «πορτρέτο» ενός τέτοιου τύπου και πιστεύουν πως το είδαν στην ταινία του Τρίερ, καλύτερα να μην δουν το έργο του Ακιν. Θα τους πέσει πράγματι, πολύ βαρύ.
Μια αντίστοιχη προειδοποίηση θα μπορούσε να γίνει και στους φανατικούς του (λατρεμένου κατά τα άλλα) «Joker», το οποίο έχει και συγγενική θεματική. Είπαμε: μην περιμένετε εμβαθύνσεις, επεξηγήσεις και άλλα τέτοια από τον Ακίν. Εδώ υπάρχει μόνο παρατήρηση. Όποιοι σοκάρονται από αυτή την στείρα διάθεση, ας μείνουν μακριά. Όσοι γουστάρουν να δουν ένα περιεχόμενο που προσομοιάζει υπερβολικά στο «Henry: Portrait Of A Serial Killer» αλλά απαλλαγμένο από την B Movie αισθητική του τελευταίου και -αντίθετα- διαμορφωμένο από έναν πρωτοκλασσάτο σκηνοθέτη, είναι δεδομένο πως θα εκτιμήσουν πολύ την ταινία. Αρκεί να έχουν τα άντερα να αντέξουν…