To κοινό άργησε να την ανακαλύψει: Η ελληνική ταινία που ήταν εισπρακτικό φιάσκο και τελικά έγινε κλασική
Βρείτε μας στο

Νίκος Σταυρίδης, Μίμης Φωτόπουλος και Γιάννης Γκιωνάκης σε μεγάλα κέφια. Η Μάρω Κοντού αρχοντική και επιβλητική όπως πάντα. Η Μάρθα Βούρτση σε έναν ρόλο ασυνήθιστο, με τσαχπινιά και ένα-δυο ποτηράκια παραπάνω. Πιο απλά; «Τα κίτρινα γάντια».

Γράφτηκε από τους Αλέκο Σακελλάριο και Χρήστο Γιαννακόπουλο με τίτλο «H Ρένα εξώκειλε». Επρόκειτο για μια κωμωδία-φάρσα σε τρεις πράξεις. Ανέβηκε τη σεζόν 1952-53 στο θέατρο «Κεντρικόν», γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης (Ορέστης Καλλιγαρίδης), ενώ στο πλευρό του όπως πάντα βρέθηκε η Ίλια Λιβυκού (Ρένα Καλλιγαρίδη).

Μαζί τους, μεταξύ άλλων, οι Καίτη Λαμπροπούλου (Τούλα, οικιακή βοηθός), Στέφανος Στρατηγός (Λέανδρος, σύντροφος Τούλας), Θάνος Τζενεράλης (Θανάσης, ιδιοκτήτης καφενείου), Σμάρω Στεφανίδου (Θοδώρα, σύζυγος ιδιοκτήτη καφενείου), Βαγγέλης Πρωτόπαππας (Μπρίλης).

Μερικά χρόνια αργότερα αποφασίστηκε η μεταφορά του θεατρικού έργου στον κινηματογράφο, όμως, χωρίς τον Λογοθετίδη. Η υγεία του είχε κλονιστεί και τον Φεβρουάριο του 1960 απεβίωσε. Πάντως, ο Σταυρίδης απογείωσε τον χαρακτήρα του κατά φαντασίαν απατημένου συζύγου. Ήταν ένας ρόλος που του πήγε… γάντι.

To κοινό άργησε να την ανακαλύψει: Η ελληνική ταινία που ήταν εισπρακτικό φιάσκο και τελικά έγινε κλασική

Ένας από τους λόγους της επιτυχίας του ήταν ότι τον είχε κάνει «κτήμα» του. Με ποιον τρόπο; Έναν χρόνο νωρίτερα, με συμπρωταγωνίστρια τη Νίτσα (Άννα) Λώρη, δηλαδή την πρώτη σύζυγο του Μάνου Κατράκη, ανέβασε το έργο «H Ρένα εξώκειλε» και, μάλιστα, είχε γίνει μία επιτυχημένη περιοδεία σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας.

Ο Φιλοποίμην Φίνος είχε παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση, την απόλαυσε δεόντως και έλαβε την απόφαση να τη μεταφέρει στον κινηματογράφο, θεωρώντας ότι θα προσελκύσει μεγάλο αριθμό θεατών.

«Και ουδεμίαν άλλη απαίτησιν έχω»: Ο βαρύς όρκος στο συμβόλαιο του Σταυρίδη που τον εξαθλίωσε οικονομικά, ενώ άλλοι πλούτιζαν
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ «Και ουδεμίαν άλλη απαίτησιν έχω»: Ο βαρύς όρκος στο συμβόλαιο του Σταυρίδη που τον εξαθλίωσε οικονομικά, ενώ άλλοι πλού

Το καλοκαίρι του 1960, η Finos Film άρχισε τα γυρίσματα, σε συμπαραγωγή με τη Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης. Σκηνοθέτης ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος. Δεν συμμετείχε κανείς από τους ηθοποιούς του «H Ρένα εξώκειλε», οι οποίοι παρεμπιπτόντως ήταν συχνοί συνεργάτες του Λογοθετίδη.

Επιλέχθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Νίκος Σταυρίδης (Ορέστης Καλλιγαρίδης), Μάρω Κοντού (Ρένα Καλλιγαρίδη), Μάρθα Βούρτση (Τούλα, οικιακή βοηθός), Μίμης Φωτόπουλος (Λέανδρος, σύντροφος Τούλας), Παντελής Ζερβός (ιδιοκτήτης καφενείου), Υβόνη Βλαδιμήρου (Θοδώρα, σύζυγος ιδιοκτήτη καφενείου), Γιάννης Γκιωνάκης (Μπρίλης) και Κώστας Δούκας (στρατηγός Χατζηαντωνίου).

To κοινό άργησε να την ανακαλύψει: Η ελληνική ταινία που ήταν εισπρακτικό φιάσκο και τελικά έγινε κλασική

Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στη Νίκη Λινάρδου, η οποία υποδύεται μια φίλη της Ρένας Καλλιγαρίδη. Ήρθε στον κόσμο ως Ανδρονίκη Κούλα, επέλεξε το καλλιτεχνικό Μπέμπη Κούλα και ασχολήθηκε με τον χορό. Ο Σακελλάριος την ερωτεύτηκε, εκείνη ενέδωσε, παντρεύτηκαν και προσπαθούσε συνεχώς να την προωθεί επαγγελματικά.

«Τα κίτρινα γάντια» έκαναν πρεμιέρα στις 12 Δεκεμβρίου 1960 στους κινηματογράφους «Άστορ», «Ιλίσια», «Ράδιο Σίτυ» και «Τιτάνια» στην Αθήνα, ενώ συγχρόνως η προβολή τους ξεκίνησε στον «Τιτάνια» της Θεσσαλονίκης.

Ιδού η υπόθεση, όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα της Finos Film: «Ο Ορέστης ζηλεύει παθολογικά την όμορφη γυναίκα του και υποπτεύεται πως κάποιοι περίεργοι μουστακαλήδες παραμονεύουν έξω από το σπίτι του. Δεν γνωρίζει, όμως, ότι η υπηρέτρια του σπιτιού διατηρεί κρυφό δεσμό με έναν μουστακαλή ταξιτζή. Μια μέρα, η υπηρέτρια με τον ταξιτζή αλλά και η γειτόνισσα με τον αρραβωνιαστικό της, βρίσκονται τυχαία σε ένα καφενείο έξω από την Αθήνα. Ένα κουβάρι παρεξηγήσεων θα ξεκινήσει, όταν βρεθεί εκεί και ο ζηλιάρης σύζυγος, που επιστρέφει στην Αθήνα έτοιμος να χωρίσει».

Η ταινία κάθε άλλο παρά επιτυχημένη αποδείχθηκε στην αρχή. Συνολικά έκοψε 27.787 εισιτήρια (σ.σ. είναι αυτά που καταμετρήθηκαν στην πρώτη προβολή της στους κινηματογράφους Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων, καθώς και της Θεσσαλονίκης). Μετά βίας μπήκε στην πρώτη 20άδα από τις 58 της σεζόν 1960-61.

To κοινό άργησε να την ανακαλύψει: Η ελληνική ταινία που ήταν εισπρακτικό φιάσκο και τελικά έγινε κλασική

Δύο πιθανοί λόγοι του μουδιασμένου ξεκινήματος; 1) Πέραν των Σταυρίδη-Φωτόπουλου, οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν ελάχιστα ή καθόλου γνωστοί και 2) Η Finos Film είχε ρίξει το βάρος στην προώθηση και την υποστήριξη του φαινομένου που άκουγε στο όνομα «Αλίκη Βουγιουκλάκη», αφού έναν χρόνο νωρίτερα το φιλμ «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» είχε σπάσει ταμεία.

Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ταινία είναι οι εξής: 1) Ο Πέτρος Λύκας, ο πιο γνωστός ίσως Έλληνας μοντέρ, έκανε ντεμπούτο με «Τα κίτρινα γάντια» και συνεργάστηκε με την εταιρεία μέχρι το κλείσιμό της (1977), 2) Ο Γιάννης Γκιωνάκης αυτοσχεδίασε σε μεγάλο βαθμό, αντλώντας στοιχεία του Μπρίλη από έναν χαζούλη τύπο που κυκλοφορούσε στα παρασκήνια των ηθοποιών και 3) Το καφενείο, στην πραγματικότητα, ήταν ένα αναψυκτήριο που βρισκόταν στην Αγία Μαρίνα της Αττικής – συγκεκριμένα στο 34ο χιλιόμετρο της λεωφόρου Αθηνών-Σουνίου. Εκεί έγιναν μόνο τα εξωτερικά γυρίσματα, επομένως η περίφημη σκηνή με τους Σταυρίδη-Γκιωνάκη πραγματοποιήθηκε σε στούντιο.

Αναφορικά με τη μελλοντική επιτυχία, δεν υπάρχουν πολλά για να γραφτούν. Άπαντες έχουν δώσει ρέστα. Πιθανότατα αυτοί ήταν οι καλύτεροι ρόλοι που ερμήνευσαν οι Σταυρίδης και Γκιωνάκης. Η τηλεόραση συνέβαλε στην αποκατάσταση του φιλμ. Και οι επόμενες γενιές το κατέταξαν εκεί που πραγματικά ανήκει: Στα πιο κλασικά του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.