Περίπου 38 χρόνια πριν, ο Ρίντλεϊ Σκοτ δημιουργούσε, χωρίς να το γνωρίζει τότε, ένα από τα πιο ιστορικά franchise στην ιστορία του σινεμά. Το «Alien». Τρία χρόνια αργότερα δημιούργησε μια από τις μεγαλύτερες Sci-Fi ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ: το «Blader Runner». Αυτές οι δυο ταινιάρες επιστημονικής φαντασίας υπήρξαν η «αγία διάδα» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τον τόσο πρώιμο εαυτό του.
Μέσα στα ’10s, ο Ρίντλεϊ Σκοτ βάλθηκε να επιστρέψει στις ρίζες του. Καταπιάστηκε από το πόστο του σκηνοθέτη με την δημιουργία μιας prequel τριλογίας της… αρχικής τετραλογίας των ταινιών Alien και από το πόστο του παραγωγού με την δημιουργία ενός sequel του Blade Runner. Το sequel του Blade Runner θα βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες λίγο πριν εκπνεύσει το 2017 αλλά το δεύτερο μέρος της νέας Alien τριλογίας είναι ήδη εδώ. Λέγεται «Alien: Covenant» και παίζεται στους ελληνικούς κινηματογράφους.
Υπάρχει λόγος που αν και αυτό το κείμενο αφορά μια παρουσίαση του «Alien: Covenant» αναφέρει και το «Blade Runner». Διότι θα έλεγε κανείς πως ο Ρίντλεϊ Σκοτ, γυρίζοντας το νέο επεισόδιο των περιπετειών από το διάστημα με πρωταγωνιστή το ανατριχιαστικό Xenomorph που σκορπίζει τον τρόμο εδώ και έξι ταινίες, είναι ταυτόχρονα πολύ γοητευμένος και με την φιλοσοφία του έτερου ιστορικού του φιλμ. Τόσο πολύ που προσδίδει στο «Alien: Covenant» τα χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν σε ένα «Blade Runner» με μεγαλύτερο μεράκι από όσο θα περίμενε κανείς.
Το «Alien: Covenant» πιάνει τα γεγονότα από εκεί όπου τα άφησε ο προκάτοχός του, το «Prometheus». Για την ακρίβεια, η ιστορία εξελίσσεται δέκα χρόνια μετά το τέλος του «Prometheus» όταν και το διαστημικό σκάφος «Covenant» στην προσπάθειά του να βρει έναν πλανήτη που θα αποτελέσει την νέα αποικία της ανθρωπότητας (οι επιρροές από το «Interstellar» είναι προφανείς…) φτάνει στον πλανήτη όπου και βρίσκεται το ρομπότ Ντέιβιντ (που ζωντανεύει για δεύτερη φορά από τον Μάικλ Φασμπέντερ) και το οποίο έχει ξεμείνει εκεί μόνο του μετά τα γεγονότα του «Prometheus». Για την ακρίβεια, όχι ακριβώς μόνο του…
Στον συγκεκριμένο πλανήτη που αρχικά μοιάζει με ένα είδος παραδείσου κατοικεί και μια περίεργη κατηγορία ζώων. Δολοφονικά, γρήγορα, πανέξυπνα και αμείλικτα θα γίνουν ο φόβος και ο τρόμος του πληρώματος του «Covenant» που άρον-άρον θα επιχειρήσει να την κάνει από τον πλανήτη μπας και γλυτώσει από αυτό το διαβολικό πλάσμα που βρέθηκε σε αυτόν τον… παράδεισο.
Η αλήθεια είναι πως αναρωτιέται κανείς τι το καινούργιο έχει να πει μια ιστορία σαν αυτή ενώ ήδη αυτό το διαβολικό πλάσμα το έχουμε δει να κυνηγάει κόσμο και κοσμάκη για μπόλικες ταινίες. Και μάλιστα πλέον έχουμε να κάνουμε με ένα πλήρωμα με το οποίο δεν ταυτιζόμαστε καν. Διότι κάποτε υπήρχε και η υπεραγαπημένη χαρακτήρας της Ρίπλεϊ που αποτελούσε το αντίπαλο δέος του Xenomorph. Πλέον, δεν σε νοιάζει καν αν όλοι αυτοί θα σκοτωθούν ή όχι.
Γνωρίζουμε βέβαια όλοι πόσο «κακό» είναι το Xenomorph. Η οπτική του απόδοση, πρώιμη και όχι εξελιγμένη μιας και πρόκειται για prequel αλλά απίστευτα εντυπωσιακή μιας και στο 2017 η τεχνολογία έχει λύσει τα χέρια στους σκηνοθέτες, είναι εξαιρετικά καλοδουλεμένη. Αλλά μέχρι εκεί. Με εξαίρεση μια πολύ συγκεκριμένη σκηνή (που δεν θα αναφερθεί εδώ για να μην γίνει spoiler) δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο. Όλα μοιάζουν να έχουν ξαναειπωθεί και μάλιστα καλύτερα. Παρ’ όλα αυτά ο Σκοτ μοιάζει να έχει τόσα πολλά να πει…
Σε επίπεδο αισθητικής, ο Ρίντλεϊ Σκοτ τα έχει δώσει όλα. Αυτός ο νέος κόσμος που έχει δημιουργήσει είναι ένα πραγματικό έργο τέχνης, χαίρεσαι να τον κοιτάς από την μία, σε γεμίζει δέος η σκοτεινιά του από την άλλη. Η ιστορία που κουβαλάει αυτός ο πλανήτης και η οποία απλά υπονοείται μοιάζει να έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Τόσο πολύ που το να βλέπαμε μια ιστορία αναφορικά με τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί σε αυτόν θα φάνταζε μια πολύ ελκυστική ιδέα. Ο Σκοτ ωστόσο υποβαθμίζει το ίδιο του το δημιούργημα. Δεν έχει χρόνο να εξελίξει την έμπνευσή του γιατί προηγείται η βασική πλοκή της ταινίας (το πλήρωμα του Covenant δηλαδή ενώ απειλείται και κυνηγιέται από το Xenomorph) και έτσι απλά την ξεπετάει με αποτέλεσμα να λες τόσα πολλά «κρίμα». Αυτό ωστόσο είναι πταίσμα μπροστά στην «αδικία» που γίνεται όσον αφορά αυτό που αληθινά έχει να πει ο Σκοτ.
Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας στο Χόλιγουντ: όταν ένας χαρακτήρας παρουσιάζεται στην πρώτη σκηνή της ταινίας είναι και ο πρωταγωνιστής της. Το ρομπότ Ντέιβιντ που πρωταγωνιστεί μαζί με τον «πατέρα»-κατασκευαστή του στην απολαυστική εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας είναι ουσιαστικά το κεντρικό «πρόσωπο» της ταινίας. Γύρω από τον εκπληκτικό Φασμπέντερ (που κλέβει ξανά την παράσταση με το απίστευτο ερμηνευτικό του ταλέντο) στήνεται μια φιλοσοφική ιστορία αλα «Blade Runner» αναφορικά με την τεχνητή νοημοσύνη, το κατά πόσο αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε συνείδηση, την σχετικότητα της ίδιας της ύπαρξης και την κατάρα ενός ανδροειδούς που αν και πιο εξελιγμένο από τον ίδιο τον δημιουργό του είναι «προγραμματισμένο» ώστε να μην μπορεί να δημιουργήσει το ίδιο.
Εδώ ο Σκοτ είναι μπερδεμένος: είναι φανερό πως σκέφτεται περισσότερο το «Blade Runner» παρά το «Alien». Και έχει να πει πολλά για αυτά που σκέφτεται αλλά μάλλον τα λέει σε λάθος ταινία. Όχι γιατί τα «Alien» δεν έχουν καμία σχέση με το ζήτημα της τεχνητής νοημοσύνης (άλλωστε σε κάθε ταινία υπάρχει ένα ανδροειδές που παίζει ρόλο στην πλοκή) αλλά γιατί εδώ μόνο ως sublot μπορεί να λειτουργήσει. Κι όμως, δεν αντίστοιχει να είναι sublot, ίσα-ίσα: η ιστορία του ρομπότ Ντέιβιντ παίρνει κεντρικά χαρακτηριστικά στην πλοκή, αποτελεί την πιο ενδιαφέρουσα πινελιά της αλλά μοιάζει να μην αναλύεται όσο θα της αντιστοιχούσε με βάση τις ορέξεις του δημιουργού της.
Τελικά το «Alien: Covenant» είναι ένας ξενιστής, ένα κουκούλι στο εσωτερικό του οποίου κουβαλιέται μια άλλη ταινία (το πιάσατε το υπονοούμενο με τον ξενιστή, έτσι;) που δεν έχει να κάνει τόσο με την θεματολογία του «Alien» αλλά με αυτή του «Blade Runner». Και ακριβώς επειδή είναι κουκούλι είναι και περιοριστικό για την βασική ιδέα του Σκοτ, έχει όρια, δεν την αφήνει να εξελιχθεί όσο πρέπει.
Συνοπτικά, η κλισέ κατάσταση με το Xenomorph συγκροτεί ένα αξιοπρεπές (μεν) αλλά όχι ιδιαίτερα πρωτότυπο (δε) horror movie με μια απίστευτα αισθητική κατά τα άλλα (αν δεν μιλούσαμε για ταινία αλλά για πίνακα, ο Σκοτ θα έπαιρνε άριστα) και με μια ιστορία τεχνητής νοημοσύνης που είχε απίστευτο ενδιαφέρον και έναν άπαιχτο πρωταγωνιστή (Φασμπέντερ είσαι τεράστιος ηθοποιός αγόρι μου) αλλά δεν προχώρησε όσο θα μπορούσε. Τελικά το «Alien: Covenant» είναι άνισο. Όχι, ας μην είμαστε τόσο political correct, ας το χαρακτηρίσουμε όπως θα το λέγαμε κανονικά: το «Alien: Covenant» είναι μέτριο. Κρίμα για τον Σκοτ που «δεν το έχει» πια και αυτό είναι ξεκάθαρο παρά τα ψήγματα ταλέντου που συνεχίζει να επιδεικνύει.
Το πιο χρήσιμο πράγμα που κατάφερε να πετύχει πάνω μας το «Alien: Covenant» είναι να μας ανοίξει περισσότερο την όρεξη για την συνέχεια του «Blade Runner». Και εκεί, ευτυχώς, ο Σκοτ δεν θα κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη γιατί η απολαυστική προσμονή θα ήταν φουλ επιφυλακτική…