Ο κλέψας του κλέψαντος: Το αρχαιοελληνικό αριστούργημα που απήχθη από Ρωμαίους, Ναπολέοντα και Βενετούς

Αν αυτά τα άλογα μπορούσαν να μιλήσουν, θα «πρόδιδαν» κρυφές πτυχές της παγκόσμιας Ιστορίας

Το 2005 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Τα Άλογα του Αγίου Μάρκου» του Τσαρλς Φρίμαν. Η περίληψη, στο οπισθόφυλλο, μας προδιαθέτει για μια αφήγηση με στοιχεία θρίλερ. Που θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και για έναν άλλον συγγραφέα, τον Νταν Μπράουν – ειδικεύεται άλλωστε σχετικώς ο άνθρωπος που έγραψε τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» μεταξύ άλλων.

Ξεφύγαμε, όμως. Ιδού τι αναγράφεται ως ρεζουμέ στο βιβλίο του Φρίμαν: «Τα άλογα του Αγίου Μάρκου δεν είναι απλώς ένα μοναδικό αριστούργημα της παγκόσμιας τέχνης, εφάμιλλο της Αφροδίτης της Μήλου ή του Λαοκόωντα. Είναι γλυπτά που βρέθηκαν πολλές φορές στην καρδιά της ευρωπαϊκής Ιστορίας: έζησαν την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και τη λεηλασία της από τους Σταυροφόρους, την ακμή και την πτώση της Βενετίας, το Παρίσι την εποχή των θριάμβων του Μεγάλου Ναπολέοντα. Παρακολούθησαν από το ύψος τους την πορεία της Ευρώπης από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Η ιστορία τους είναι κομμάτι της δικής μας Ιστορίας».

Ποιο είναι όμως αυτό το έργο τέχνης, το οποίο πολλοί αγνοούν ακόμη και σήμερα; Γνωστά επίσης ως Τέθριππο Θριάμβου (Triumphal Quadriga), τα Άλογα του Αγίου Μάρκου είναι ένα σύνολο μπρούτζινων (ή χάλκινων πιο σωστά, αυτό έδειξαν μετέπειτα πιο εξειδικευμενες αναλύσεις) γλυπτών τεσσάρων αλόγων. Αρχικά μέρος ενός μνημείου που αναπαριστούσε τέθριππο (quadriga, άρμα τεσσάρων αλόγων που χρησιμοποιούταν για αρματοδρομίες). Είναι εξαιρετική η λεπτομέρεια στην κατασκευή τους, το πώς αποδίδονται οι μύες, τα οστά και οι φλέβες. Στην αρχαία τέχνη τα τέθριππα ήταν σύμβολο κύρους και πλούτου για όποιον τα είχε στην κατοχή του.

Στις μέρες μας, τα βλέπουμε στην κεντρική είσοδο της βασιλικής του Αγίου Μάρκου. ‘Η μάλλον νομίζουμε πως τα βλέπουμε. Καθότι τα συγκεκριμένα είναι αντίγραφα. Τα αυθεντικά φυλάσσονται σε ένα δωμάτιο μέσα στην εκκλησία. Για λόγους προστασίας και συντήρησης.

Πώς όμως βρέθηκαν ως εκεί; Το ταξίδι τους έχει αβέβαιη εκκίνηση. Μία από τις εκδοχές είναι ότι αποτελούν έργο του αγαπημένου γλύπτη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Λύσιππου, που μεγαλούργησε τον 4ο αιώνα π.Χ. Μία άλλη θεωρία αναφέρει ότι πιθανότατα φιλοτεχνήθηκαν στην Κόρινθο και ότι κατέληξαν ως λάφυρα στη Ρώμη μετά από νικηφόρο εκστρατεία. Το τελευταίο πάντως, είναι αδιαμφισβήτητο. Ότι δηλαδή μεταφέρθηκαν από την Ελλάδα στην «Αιώνια Πόλη». Αποτελώντας εκεί το απόλυτο κομψοτέχνημα μιας αψίδας θριάμβου.

Τον καιρό του Μεγάλου Κωσταντίνου όταν πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έγινε η Κωνσταντινούπολη, πολλά σημαντικά έργα τέχνης μεταφέρθηκαν προς τα ανατολικά. Τα άλογα ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία. Τοποθετήθηκαν στον Ιππόδρομο – ταιριαστό από κάθε άποψη. Σε περίοπτη θέση. Επί σειρά αιώνων.

Μέχρι το 1204 και τη Δ’ Σταυροφορία, όταν και οι Φράγκοι κατέλαβαν την Πόλη. Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι αυτό που ακολούθησε την άλωση (από ομόθρησκους) ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή και λεηλασία καλλιτεχνικών θησαυρών στην παγκόσμια ιστορία. Η βασιλεύουσα έβριθε τέτοιων και οι Σταυροφόροι δεν έδειξαν το παραμικρό έλεος. Πολλά έργα τέχνης καταστράφηκαν, οι εισβολείς τα έλιωναν στη φωτιά για να καρπωθούν το πολύτιμο υλικό τους. Άλλα μεταφέρθηκαν αυτούσια η τεμαχισμένα στις χώρες των επιτιθέμενων, κυρίως στην Ιταλία. Ο αρχηγός των Βενετών δόγης Ερρίκος Δάνδολος ήταν που ξεχώρισε τα τέσσερα άλογα και ζήτησε να μεταφερθούν στη Βενετία. Τότε λέγεται πως μπήκαν τα κολάρα στα αγάλματα προκειμένου να καλύψουν τα μέρη όπου είχε κοπεί σε κάθε άλογο, στο κεφάλι.

Η πρώτη τους «στέγη» ήταν στο ναύσταθμο της ιταλικής πόλης, αλλά γρήγορα μετακινήθηκαν στη loggia του Αγίου Μάρκου. Παρέμειναν εκεί μέχρι τους Ναπολεόντειους πολέμους. Στα 28 χρόνια του ο Γάλλος στρατάρχης εισέβαλε στη βόρεια Ιταλία. Πάγια τακτική του ήταν να αρπάζει τα πιο λαμπρά έργα τέχνης από τις κατακτημένες περιοχές (είναι ένας από τους λόγους που το Μουσείο του Λούβρου είναι τόσο πλούσιο). Ο Βοναπάρτης έστειλε τα άλογα στο Παρίσι για να τοποθετηθούν σε δεσπόζουσα θέση στην αψίδα της πλατείας Καρουζέλ.

Ωστόσο, το 1815, μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό, τα κλεμμένα έργα τέχνης ζητήθηκαν πίσω. Ο πάπας έστειλε απεσταλμένο του τον διάσημο Βενετό γλύπτη Αντόνιο Κανόβα, ο οποίος τρία χρόνια μετά, το 1818, πέτυχε αυτό που του είχε ζητηθεί.

Τον Ιούλιο του 1902 τα άλογα κινδύνευσαν ξανά λόγω κατάρρευσης μέρους του καμπαναριού του Αγίου Μάρκου. Το 1915, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, κρύφτηκαν στο Ανάκτορο των Δόγηδων. Το 1917, όταν διασπάστηκε η ιταλική γραμμή άμυνας, φυγαδεύτηκαν στη Ρώμη.

Μετά το τέλος του πολέμου, επέστρεψαν στη Βενετία. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κρύφτηκαν πάλι στα υπόγεια του Ανακτόρου των Δόγηδων. Όταν επήλθε η πολυπόθητη ειρήνη, η απειλή για τα άλογα ήταν πλέον άλλου τύπου: Η μόλυνση και η υγρασία εναπόθεταν οξύ πάνω στην χάλκινη επιφάνειά τους.

Τη δεκαετία του ’70 η εταιρεία Olivetti ανέλαβε μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης. Τελικά, το 1983 τα άλογα τοποθετήθηκαν μέσα στην εκκλησία, προστατευμένα σε ειδικό χώρο, τον οποίο μπορεί να επισκεφτεί κανείς αν το επιθυμεί. Τη θέση τους στη loggia πήραν ακριβή αντίγραφα. Τα αυθεντικά δεν θα επιστρέψουν ποτέ στον τόπο «καταγωγής» τους, όπως και τόσα άλλα κλασικά αριστουργήματα της αρχαιοελληνικής τέχνης.