Ο θάνατος τον βρήκε στην πρώτη γραμμή: Η μοιραία πτώση του μεγαλύτερου καραγκιοζοπαίκτη της Ελλάδας σε εκδήλωση προς τιμήν του

Ακμαίος και δημιουργικός ως το τέλος

Στις 9 Μαΐου 2009 αφήνει την τελευταία πνοή του σε ηλικία 85 ετών ο Ευγένιος Σπαθάρης. Γενιές ολόκληρες Ελλήνων αισθάνονται ότι χάθηκε ένας δικός τους άνθρωπος και ταυτόχρονα τον μακαρίζουν, γνωρίζοντας ότι χάρη σε αυτόν και την δράση του, και τα παιδιά ή τα εγγόνια τους θα μάθουν για τον Καραγκιόζη και το Θέατρο Σκιών. Μια μορφή γνήσιας λαϊκής τέχνης την οποία ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης φρόντισε να της δώσει την θέση που της αξίζει στην κουλτούρα του Έθνους.

Ενδεικτικός της αναγνώρισης αυτής της πτυχής του έργου του ήταν ο τρόπος που τον απεικόνισε ο Γιάννης Τσαρούχης. Με φτερά στους ώμους , ένα δάφνινο στεφάνι στο ένα χέρι και την ελληνική σημαία, στο άλλο, με την μορφή του πατέρα του να στέκεται δίπλα. Ο σπουδαίος ζωγράφος λάτρευε τον Καραγκιόζη και πήγαινε όσο πιο συχνά μπορούσε στις παραστάσεις του Σωτήρη Σπαθάρη, πατέρα του Ευγένιου, στον Πλάτανο της Κηφισιάς. Αργότερα έβαλε κι εκείνος το δικό του (πολύ παραπάνω από) λιθαράκι στην διάδοση αυτής της μορφής ψυχαγωγίας και θεάματος. «Έκανε μεγάλη προπαγάνδα του Καραγκιόζη και τον χειμώνα με έπαιρνε κι έπαιζα σε αθηναϊκά σπίτια… Πριν αρχίσει η παράσταση, έκανε μια ομιλία για την τέχνη του Καραγκιόζη. Πολλές φορές το παλληκάρι βοήθαγε κι αυτό να πάνε τα εργαλεία από το ένα σπίτι στο άλλο. Έτσι μεγάλωσε η δουλειά του Καραγκιόζη», εξομολογείται ο ίδιος ο Σπαθάρης για τον σπουδαίο εικαστικό στην αυτοβιογραφία του.

Την παράδοση του πατέρα του, Σωτήρη, αποφάσισε να την συνεχίσει και να την κάνει ακόμη πιο τρανή και ο γιος. Γεννημένος στις 2 Ιανουαρίου 1924 στην Κηφισιά Αττικής, στα 18 χρόνια του άρχισε τις δικές του παραστάσεις, μέσα στους δύσκολους καιρούς της Κατοχής και του πολέμου. Σε θέατρα, σε κινηματογράφους, σε πλατείες, σε καφενεία. Οπουδήποτε δηλαδή μπορούσε να στήσει μια σκηνή κι ένα κομμάτι πανί πάνω στο οποίο με τις μαεστρικές κινήσεις του και τις αλλαγές σε φωνές και ντοπιολαλιές έπαιρναν ζωή οι φιγούρες του Καραγκιόζη. Φιγούρες που είχε σχεδιάσει, φιλοτεχνήσει και ζωγραφίσει ο ίδιος, αφού οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του ήταν πολύ ευρύτερες.

Αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης πήρε μια τέχνη συνυφασμένη με τις πιο κατατρεγμένες και φτωχικές μάζες και την έβαλε μέχρι και στα… σαλόνια. Αλλά το έκανε δίχως συμβιβασμούς και χωρίς εκπτώσεις που θα αλλοίωναν την λαϊκότητα και την αυθεντικότητά της.

Ήδη από την δεκαετία του 1950 η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας, με παραστάσεις στο εξωτερικό, ξεκινώντας το 1953 στο φημισμένο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης. Έκτοτε έλαβε μέρος σε αναρίθμητα φεστιβάλ στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό, λειτουργώντας ως ο απόλυτος πρεσβευτής της και μαζί με αυτό, πρεσβευτής και μιας μεγάλης πτυχής του ίδιου του ελληνισμού. Άλλωστε η κάθε φιγούρα, ο κάθε ήρωας ενσάρκωνε κι ένα μέρος αυτού που ονομάζουμε «Έλληνας». Ο καταφερτζής Καραγκιόζης –μια πρώιμη εκδοχή του Ζορμπά, θα έλεγε κανείς-, ο δουλοπρεπής Χατζηαβάτης, ο βλοσυρός Μπαρμπά-Γιώργης, ο Μορφονιός, ο Σιορ-Διονύσιος, όλοι τους κουβαλούσαν ένα κομμάτι. Κι αν ένωνες, αν συνέθετες όλα τα κομμάτια μαζί, το αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από την ίδια την κοινωνία του τόπου.

Ο Άγγελος Σικελιανός είχε πει χαρακτηριστικά: «Η τέχνη του Σπαθάρη είναι στη βάση της λαϊκής ψυχής και ζωής και μακάριος όποιος την αντικρίζει με τη σοβαρότητα που της οφείλεται. Μέσα της δεν κατασταλάζει μόνο η λαγαρή θυμοσοφία του λαού μας μπρος στα ανάποδα τον κόσμου, αλλά σκεπάζεται και η πηγαία δύναμη πόχει μέσα του και με την οποία υπερνικά αυτά τα ανάποδα με ψυχισμό ασύγκριτο, ανεβαίνοντας απ’ τα σκαλιά της θείας του εξυπνάδας ως με τις κορφές τον ηρωισμό».

Παράλληλα ασχολήθηκε και με πολλές άλλες μορφές τέχνης. Ήταν ζωγράφος, με περισσότερες από 50 εκθέσεις, ασχολήθηκε με την δημιουργία αφίσας και την εικονογράφηση βιβλίων, ενώ άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα του και στο θέατρο ως σκηνοθέτης ή σκηνογράφος σε έργα όπως «Μέγας Αλέξανδρος» με το Ελληνικό Χορόδραμα (1950) και τη Σοφία Βέμπο (1954), «Το ταξίδι» του Γιώργου Θέμελη (1965), «Καραγκιόζης Δικτάτορας» του Γιώργου Γιαννακόπουλου (1969), «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1972), «Καραγκιόζης παρά λίγο Βεζύρης» του Γιώργου Σκούρτη, «Τα Καραγκιοζέϊκα» του Βασίλη Ρώτα και άλλα.

Το 1980 (κι ενώ σε όλη την διάρκεια της ζωής του είχε συμμετοχές στον ελληνικό κινηματογράφο, συνεργασίες στο ραδιόφωνο και τηλεοπτική στέγη, για ένα διάστημα) είχε την πρώτη επαφή του με το αρχαίο θέατρο, ανεβάζοντας διασκευασμένους τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, που μετέπειτα κυκλοφόρησαν και σε δίσκο. 21 χρόνια αργότερα (το 2001 όταν παράλληλα συνεργάστηκε με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων και τον Ψαραντώνη παρουσίασε μια διασκευή του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου) πρωταγωνίστησε στο έργο «Πλούτος» του Αριστοφάνη το οποίο ανέβασε το Θέατρο Τέχνης. Όπως είπε αργότερα ο ίδιος, εκείνη η παρουσία του στο θέατρο της Επιδαύρου υπήρξε ο πιο σημαντικός σταθμός της ζωή του

Μια ζωής το νήμα της οποίας κόπηκε στις 9 Μαΐου 2009, όταν ο Ευγένιος Σπαθάρης ήταν 85 ετών. Ωστόσο δεν έφυγε από γηρατειά ή φυσικά αίτια. Νέος και δραστήριος μέχρι την τελευταία στιγμή δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί και να είναι ενεργός. Έτσι και τότε, λίγες ημέρες νωρίτερα βρισκόταν στο Ινστιτούτο Γκαίτε. Εκεί ετοίμαζε ακόμη μία παράσταση στο πλαίσιο μιας εκδήλωσης κατά την διάρκεια της οποίας θα λάμβανε άλλο ένα τιμητικό βραβείο για την προσφορά του. Μια στιγμή ήταν αρκετή για να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από μια σκάλα, έχοντας υποστεί πολλαπλά κατάγματα και εσωτερική αιμορραγία από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις.

Πριν φύγει πρόλαβε να δει και την ίδρυση από τον δήμο Αμαρουσίου του «Σπαθάρειου Μουσείου Θεάτρου Σκιών». Ένα όνειρό του που έγινε πραγματικότητα χάρη στην σύζυγό του, Φανή (ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν κουμπάρος στον γάμο τους) και στους τότε δημοτικούς συμβούλους, Σωτήρη Πιερράκο και Γιώργο Ζήκο, που έκαναν την πρόταση. Στις 22 Ιουνίου 1995 εγκαινιάστηκε ο χώρος στο νεοκλασικό κτήριο της πλατείας Κασταλίας, που κατά σύμπτωση ή και όχι, τον χειμώνα του 1942 ο Ευγένιος Σπαθάρης είχε αρχίσει την καριέρα του ως ταπεινός καραγκιοζοπαίχτης.

Στην αρχική σελίδα του «karagiozismuseum.gr» υπάρχει και η δήλωση του ίδιου που συνοψίζει και την κεντρική ιδέα πίσω από το εγχείρημα. Λέει, λοιπόν, ο τεράστιος λαϊκός καλλιτέχνης: «Σκοπός της δημιουργίας αυτού του Μουσείου Θεάτρου Σκιών δεν ήταν να εκθέσουµε τον Καραγκιόζη κάνοντάς τον μουσειακό, αλλά, εφόσον χάθηκαν πλέον τα μόνιμα «καραγκιοζοθέατρα» της γειτονιάς στην Αθήνα και στην επαρχία, για να µην τον αφήσουμε κλεισμένο σε κάποια μπαούλα, θεωρήσαμε σωστό να του βρούμε ένα μόνιμο στέκι: ένα χώρο τον οποίο θα επισκέπτονται οι µεν μεγάλοι για να θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια, οι δε μικροί για να μαθαίνουν, από τα έργα και τις φιγούρες που θα βλέπουν, την ιστορία του Θεάτρου σκιών και του ελληνικού Καραγκιόζη από το 1860 μέχρι σήμερα. Ας µην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο Καραγκιόζης ήταν εκείνος ο οποίος δίδασκε και ακόμα διδάσκει ιστορία στον ελληνικό λαό»…