Κάπου στο τέλος της κουβέντας έρχονται τρία πιτσιρίκια και κάθονται δίπλα μας. Το πρώτο που σκέφτομαι είναι «αναγνώρισαν τον Ηλία». Όχι τελικά. Φεύγουν. Μετά από κανένα τέταρτο ξανάρχονται τα ίδια αγοράκια και μας ρωτάνε από μακριά: «Συγγνώμη, είστε διάσημοι;». Αυτή η παιδικότητα της έκφρασης ήταν τόσο αποστομωτική που κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. «Εμείς οι 2 όχι» πετάχτηκα εγώ αναφερόμενος σε μένα και τον Ιωσήφ, τον φωτογράφο. «Όχι όχι» συμπλήρωσε ο Ηλίας καθώς τον κοιτάζαμε. Αν διαβάσεις ξέχωρα αυτό το περιστατικό, δεν θα βγάλεις κάποιο συμπέρασμα. Αν έχεις δει πως πράττει και φέρεται ο Ηλίας Φουντούλης τότε δεν θα ξαφνιαστείς. Θα επιβεβαιώσεις απλώς την αίσθηση σου.
Δεν είναι ότι ο Φουντούλης επιλέγει ένα προσωπείο ταπεινότητας. Δεν πρόκειται για κάτι δήθεν. Είναι πάνω απ΄όλα ότι η δημοσιότητα δεν αποτελεί το θήραμα του. Αντιθέτως, τον κάνει να νιώθει άβολα.
«Ποτέ δεν περίμενα όλο αυτό. Ακόμα δεν μπορώ να το συνηθίσω. Δεν είναι το καλύτερο μου. Το πιο παράξενο είναι ότι νιώθουν πως σε ξέρουν, ενώ δεν σε ξέρουν. Μάλλον σε ξέρουν, μιας και αυτό που δείχνουμε είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Αν εξαιρέσεις τα μπινελίκια που ρίχνω, μιας και πριν το Cooking δεν έβριζα. Πρέπει να αμυνθώ κι εγώ. Σε όλα τα υπόλοιπα είμαι όπως με βλέπετε».
Βρεθήκαμε έξω από τον σταθμό των Πετραλώνων. Στην οδό Θεσσαλονίκης που την είχαμε περπατήσει και φωτογραφίσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ανεξήγητος ο λόγος που η έμπνευση μου ήθελε εμένα και τον Ηλία να μιλάμε σε κάποιο από τα παγκάκια σε εκείνο τον μακρύ δρόμο. Όταν έφτασε με διαπέρασε αυτή η ανησυχία που έχει ένας θαυμαστής που αντικρύζει το άτομο θαυμασμού. Ενώ τον είχα δει ήδη στην παρουσίαση του βιβλίου του, τώρα σκεφτόμουν «Θα πιάσουμε ωραία κουβέντα, θα πάρω μετά και τον φίλο και ομόσταβλο Δημήτρη να κάνουμε σαν κοριτσάκια που είδαν τον Μπίμπερ».
Για να σε βάλω λίγο στο κλίμα, ο Ηλίας Φουντούλης είναι ο τύπος ανθρώπου που έχει plan b, plan c και επεξεργάζεται ένα d, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Μέχρι το 2012 ήταν μόνο μέλος συντακτικής ομάδας στις Εικόνες ή αρχισυντάκτης σε διάφορες εκπομπές μαγειρικής και συντάκτης στο περιοδικό του Μαμαλάκη. Για την ακρίβεια έχει περάσει από σχεδόν όλες. Μαμαλάκης, Ψυχούλη, Κάτι Ψήνεται, Ευτύχης Μπλέτσας, Βασίλης Καλλίδης, Τσανακλίδης και Blind Taste. Μετά ήρθαν το stand up και το Youtube, ενώ ολοκληρώθηκε η συγγραφή. Κι όμως από όλα αυτά, το μόνο που του τριβέλιζε τα όνειρα ήταν η συγγραφή.
«Σίγουρα η αρχισυνταξία και τα δημοσιογραφικά δεν ήταν όνειρο. Το βιβλίο ήθελα να το βγάλω νωρίτερα αλλά οι συνθήκες είναι πολύ καλές τώρα. Όταν μεγαλώσω δεν ξέραμε τι θα γίνω. Και πιστεύω ότι καμιά φορά είναι δύσκολο να πάρεις μια απόφαση μέχρι τα 18 για το πως θα διαμορφώσεις τη ζωή σου. Ο πατέρας μου που είναι ανοιχτόμυαλος και έχει τελειώσει Αγγλία, μου είπε “σε στηρίζω να πας έξω, πήγαινε κάνε agriculture, γενικά γεωπονία”. Ο πατέρας μου ήταν κτηνίατρος αγροτικών ζώων και έτσι θα υπήρχε ένα παραθυράκι. Πολύ δυνατή σχολή γεωπονικής στο Αμπερντίν. Μετά – δε με ρώτησες, στα λέω εγώ – όταν γύρισα κι έψαχνα δουλειά, πήγαινα σε άλλες εταιρείες και μου λέγανε “τον Φουντούλη τι τον έχεις; Πατέρα μου “. Οπότε δεν μπορούσα να πάω να δουλέψω σε άλλους γιατί πίστευαν ότι θα κατέληγα σε αυτόν».
Έχοντας ως βάση την αγάπη που είχε χτίσει για την αγρικουλτούρα παρακολουθώντας τον ήρωα του, τον πατέρα του, θέλησε να ταξιδέψει για να φορτώσει το σάκο του με εμπειρίες από αλλού.
Σε μια περίοδο που είχε ταξιδέψει αρκετά, ήρθαν οι Εικόνες του Τάσου Δούση. «Στις Εικόνες ήμουν από τον 2ο ως τον 5ο χρόνο. Είχα πάει σε 18-19 χώρες και άλλες τόσες έχω ταξιδέψει μόνος μου. Είχα δώσει μια συνέντευξη το καλοκαίρι του 2004, το ξέχασα, μετά από δύο μήνες με πήραν τηλέφωνο και ξεκίνησα με ταξίδι στο Μαρόκο. Τελειώνοντας από εκεί είχα εμπειρία κι από τηλεόραση κι από περιοδικά. Εκείνη την εποχή δεν είχα σκεφτεί να μακροημερεύσω στην τηλεόραση. Μου άρεσαν πολύ τα ταξίδια και ήθελα απλώς να πάω σε πολλά μέρη».
«Είναι μια παρέα δυσλειτουργικών σε κάποια επίπεδα ατόμων το stand up»
«Το stand up ξεκίνησε τον Μάιο του 2012 λόγω του Φισφή. Τότε δούλευα στην Ψιχούλη, είχαμε ίδιο σκηνοθέτη με τον Φισφή, ήρθε μου πρότεινε να πάω σε κάτι βραδιές Open Mics. Εκεί ανερχόμενοι και παλιοί κωμικοί πάνε και δοκιμάζουν ό,τι καινούργιο γράφουν. Πήγα, δοκίμασα και κόλλησα». Με την ίδια απλότητα που άρχισε η τηλεοπτική του σταδιοδρομία, έκανε τα πρώτα του βήματα και στο stand up.
Το stand up είναι τρόπον τινά η τέχνη των ημερών μας και παρουσιάζονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν πάνω σε αυτό. Τα «όπλα» που χρειάζεται να έχει ένας που θέλει να ασχοληθεί δεν είναι τόσο απλά όσο μπορεί να φαίνονται.
«Εξαρτάται από το πόσο βαθιά θες να φτάσεις. Ένας από τους ορισμούς της κωμωδίας είναι ότι κωμωδία= τραγωδία + χρόνος. Κωμωδία είναι και η τραγωδία του άλλου. Ξέρω γω είναι χρυσαυγίτης και τον σατιρίζεις. Η τεχνική του stand up διδάσκεται, συνήθως μιλάς για κάτι που σου προκαλεί ένα συναίσθημα. Όχι για κάτι που ξέρεις, γιατί εκεί υπάρχει η παγίδα να φανείς ως ομιλητής. Το βασικότερο για να πετύχεις είναι να έχεις κυρίως σύνδεση με το κοινό. Δεύτερον, η ενέργεια και το performance σου. Τρίτον, το κείμενο».
Κάτι που δεν θα δεις στον κόσμο των κωμικών, στο παρασκήνιο μιας σκηνής, είναι τους ανθρώπους να το παίζουν ντίβες. Ούτε να έχουν καμία κόντρα μεταξύ τους. Αυτό επισημαίνω στον Ηλία. Όλοι οι stand up είναι οι πιο ένθερμες τσιρλίντερ των συναδέλφων τους. Η εξήγηση που δίνει ο Φουντούλης αποστομωτική και ειλικρινής.
«Κοίτα γενικά είναι ένας κύκλος από ανθρώπους που έχουν θέματα διαφόρων ειδών. Όλοι έχουμε. Εγώ όταν είχα μπει στον κύκλο με είχαν ανακηρύξει άτυπα ως ο πιο φυσιολογικός κωμικός. Τελικά είδαν ότι δεν είμαι. Είναι μια παρέα δυσλειτουργικών σε κάποια επίπεδα ατόμων το stand up. Ξέρουμε ότι στο τέλος είναι καθαρά ατομικό το stand up. Έναν θα θυμάται το κοινό, με έναν θα αποκτήσει σύνδεση. Υπάρχουν άτομα που αν δεν είχαν τον κύκλο του stand up θα ήταν μόνοι τους. Πέρα από τον ανταγωνισμό είμαστε μια ωραία παρέα. Υπάρχουν και κάποιοι που τολμάνε και έχουν παρέα εκτός κύκλου»
Τι εννοεί όταν λέει πως τελικά δεν ήταν ιδιαίτερα φυσιολογικός; «Πολλοί έχουμε μέσα μας πράγματα για τα οποία δεν έχουμε μιλήσει. Το χιούμορ πάντα είναι ένας αμυντικός μηχανισμός. Γενικά για μένα αυτός ο αστείος της παρέας έχει πράγματα που θέλει να κρύψει. Το χιούμορ είναι ένα διέξοδο σε καταστάσεις που θες να αποφύγεις. Ο Δημήτρης ο Χριστοφορίδης (stand up comedian) κατατάσσει τους κωμικούς σε βλάκες και χάλια. Αυτός που λέει ότι του έρθει, είναι πιο ανάλαφρος, είναι βλάκας. Με την καλή έννοια. Οι χάλια είναι αυτοί που έχουν μέσα τους πόνο και τον μεταμφιέζουν. Εγώ λέω ένα κείμενο για το κυνήγι μανιταριών, άρα είμαι βλάκας. Το αποδέχομαι»
Η κουβέντα μας περιστρέφεται συνεχώς γύρω από το ψυχολογικό στάτους ενός χρόνια stand up. Σαν αρρώστια ακούγεται. Το αλλάζω. Ενός επαγγελματία κωμικού. Όπως το είπα και στον Ηλία, καθώς τον ρώτησα πως είναι να στέκεσαι στο ύψος αυτού του κανόνα 7 laughs per minute, ενώ η όρεξη σου είναι στο πάτωμα.
«Αυτό ήταν ένα στερεότυπο που είχα στο μυαλό μου για ηθοποιούς και τραγουδιστές. Διαβάζεις να λένε ότι πέθανε ο πατέρας τους και το ίδιο βράδυ ήταν στη σκηνή. Είναι φορές που δεν έχεις ενέργεια και το κείμενο απαιτεί έντονη στήριξη. Δεν έχω φτάσει ακόμα στο επίπεδο του βαρέθηκα, δεν αντέχω άλλο. Είναι μια ψυχανάλυση αυτό σίγουρα, τόσο στη διαδικασία που τα γράφεις, όσο και όταν το λες. Επίσης, είναι μια ψυχανάλυση για την οποία κατά διαστήματα πληρώνεσαι αντί να πληρώνεις».
Μ΄αρέσουν οι άνθρωποι που παθιάζονται με κάθε τι που ασχολούνται. Γι΄αυτό τον ρωτάω ποιους ανθρώπους από το εξωτερικό παρακολουθεί. Αφού πρώτα έχει πλέξει το εγκώμιο του Φισφή και του Χατζηπαύλου, μπαίνει στο παρασύνθημα. «Έχω περάσει διαστήματα που παρακολουθούσα έντονα και άλλα που δεν είχα επαφή. Σίγουρα για να πας καλά πρέπει να βλέπεις πολύ. Όπως και στη συγγραφή, που δε γίνεται να μην διαβάζεις βιβλία. Όταν περνάω φάση που θέλω να λέω ιστορίες σε μορφή stand up μ΄αρέσει ο Σκωτσέζος ο Μπίλι Κόνολι, μ΄άρεσε ο Μιτς Χέντμπεργκ με το σουρεαλιστικό του ύφος. Όταν είχα δει τον Έντι Μέρφι στο Delirious ήταν συγκλονιστικό.»
«Η τηλεόραση δεν θέλει να παραδεχτεί ότι χάνει από το ίντερνετ»
Το stand up δεν ήρθε μόνο του. Έσκασαν όλα σαν χιονοστιβάδα. Λες και ο Νόμος του Μέρφι αποφάσισε να δείξει για μια σπάνια φορά την θετική του επιχρωμάτωση.
«Το 2012 είχα γνωρίσει τα παιδιά του Comedy Lab. Τους είπα την ιδέα του Βρώμικου Κόσμου που είμαι με τον Μαλιάτση και πάμε σε καντίνες και τρώμε. Μετά ήρθε το Netwix που ζήτησε μια σειρά εκπομπών που θα λεγόταν DAZ. Το DAZ Cooking δεν ήξεραν πως να το γυρίσουν. Ήθελαν απλώς μια εκπομπή με έναν άχρηστο να μαγειρεύει. Με πήραν τηλέφωνο, πήγα και στα πρώτα επεισόδια ήμουν πίσω και του έλεγα τι να κάνει. Κάποια στιγμή υπήρχαν σχόλια που ζητούσαν να βγω μπροστά κι έτσι έγινα κι εγώ μέρος. Νομίζω ότι όταν βγήκαμε όλοι μπροστά στην κάμερα και βγήκε μια παρέα απενεχοποιημένου σχολικού χιούμορ για 30άρηδες, βοήθησε πάρα πολύ».
Μέσα από το Cooking ο Φουντούλης απέκτησε μια επίδραση που δεν την στόχευσε ποτέ. Κι ούτε είναι κάτι που θέλει να σταθεί πάνω. Αυτό που αναμφισβήτητα τον απασχολεί είναι να οδηγεί σε ουσιαστικά πράγματα τα πιτσιρίκια. Όπως αυτά που μας διέκοψαν τόσο γλυκά.
«Με χαροποιεί πολύ που έρχονται παιδιά 12-13 ετών και μου λένε ότι το βιβλίο μου είναι το πρώτο που διαβάζουν. Ένα άλλο είχε γραφτεί σε ομάδα beach volley. Μου έδωσε μεγάλη χαρά αυτό».
Το Youtube, πέρα από μια ιδιότητα του, του προσφέρει και κάτι άλλο. Μια επιμήκυνση της παιδικότητας. Αν τον δεις πως γελάει σε κάθε cooking θα γίνεις θεατής ενός ξετυλίγματος. Το ξετύλιγμα του χαζοχαρούμενου που θέλει να κάνει και να πει ό,τι χαζομάρα του κατέβει. Ο ίδιος ο Φουντούλης πάντως δεν έχει αποφασίσει μέσα του αν αρκεί αυτό, ώστε να επιδιώξει το διαδίκτυο. «Δεν έχω σαφή απάντηση σε αυτό. Με προβληματίζει. Μου ζητάει ο κόσμος να αυτονομηθώ και σκέφτομαι ότι τώρα 37 χρονών μαντράχαλος θα γίνω youtuber; »
Ο λόγος που το λέω αυτό έρχεται στην επόμενη απάντηση του, ως προς το αν σκέφτεται ότι το limit up του μπορεί να πέσει γρήγορα κι απότομα.
«Δε με απασχολεί. Και στις Εικόνες σκέψου ότι με κάποιο τρόπο έτυχε να εμφανίζομαι. Πήγαινε καλά, έκανε νούμερα, ήμουν πιο μικρός οπότε λιγότερο μυαλωμένος στο τι ζητάω. Θα μπορούσα να επιδιώξω μια ισχυροποίηση της θέσης μου».
Η αταίριαστη και άτακτη λεκτική μας περιδιάβαση συνεχίζεται με μένα να τον ρωτάω για το πως στέκεται ταυτόχρονα σε δύο μέσα που διατείνονται την αντιδιαστολή τους. Με το διαδίκτυο μάλιστα, τους ίδιους τους youtubers να λένε ξεκάθαρα ότι αποτελούν το μέλλον. Να διατρανώνουν την υπεροχή τους.
«Η τηλεόραση έχει περάσει καλά χρόνια, έχει περάσει και κακά. Η τηλεόραση θα είναι πάντα μια φθηνή ψυχαγωγία για όλους. Ακόμα κι αν όλα πάνε στραβά η τηλεόραση θα στέκεται εκεί. Υπάρχει πάντα το κουμπί που κλείνει, άρα δεν μπορείς να κατηγορείς την τηλεόραση. Μην ξεχνάμε ότι υπήρχαν εκπομπές που άφησαν προηγούμενο. Το Μπουκιά και Συγχώριο του Μαμαλάκη άφησε μια παρακαταθήκη. Για δέκα χρόνια δεν ξανάγινε αντίστοιχη ταξιδιωτική ή γαστρονομική εκπομπή. Δε θα σου πω για τους Απαράδεκτους ή Της Ελλάδος τα Παιδιά που ήταν ό,τι καλύτερο έβγαλε η τηλεόραση για μένα. Το ίντερνετ είναι πιο ελεύθερο. Μέσα στο χάος του κάνεις κάτι κι αν ανέβει ξέρεις ότι έχεις κάτι ξεχωριστό. Πλέον, η τηλεόραση δεν θέλει να παραδεχτεί ότι χάνει από το ίντερνετ»
Η συγγραφή είναι το γλυκό μου. Όταν γυρίζω σπίτι και θέλω να εκφραστώ είναι αυτό που θα κάνω;
Το βιβλίο του Κάτι Χαμογελάει Στις Σκιές αποτελεί επιστέγασμα 20 ετών. Εντός του υπάρχουν πολλές ιστορίες που θα σε τρομάξουν. Άλλες ιλαροτραγικές. Άλλες αξιοσημείωτες. Όλες τους όμως διαβάζονται ευχάριστα όπως λέει και ξαναλέει ο Φουντούλης. Οι περισσότεροι τον ρωτούν για την κατσαρίδα. Εγώ με τον Ιωσήφ τον ρωτάμε για δύο που ούτε στον ίδιο δεν αρέσουν τόσο.
«Η συγκεκριμένη ιστορία για την απαγορευμένη αγάπη είναι από τις λιγότερο αγαπημένες μου. Έχει ένα κοινό με τους εξωγήινους στη Σύρο. Τις έγραψα και τις δύο για έναν διαγωνισμό science fiction. Δεν είμαι φαν του φουτουριστικού. Για μένα είναι πολύ επιφανειακή, πολύ διεκπεραιωτική. Αυτό το είδος δεν είναι κάτι που με εξιτάρει. Θέλω απλά να είναι κάποιος που να του συμβαίνει κάτι. »
Αφού λοιπόν δεν ενθουσιάζεται αντίστοιχα με αυτά τα δύο κεφάλαια, τον ρωτάω για ένα άλλο. Το τελευταίο στο βιβλίο του. Όσα περιγράφει είναι στο μυαλό μου πράγματα που βυσσοδομούν τα συναισθήματα και συνταράσσουν αρκετά τα ενδότερα σου. Βενεζουέλα, σεξοτουρισμός, παιδιά που βιάζονται.
«Δεν ήρθα σε επαφή με ανθρώπους τέτοιους. Αλλά ήρθα σε επαφή με τους ντόπιους που είχαν έρθει σε επαφή με τέτοιους ανθρώπους και μου είχαν πει ότι συμβαίνει. Είχε έρθει πρόσφατα μια κοπέλα στο Χυτήριο (εκεί όπου κάνει εμφανίσεις) και μου λέει “σε ευχαριστώ που δεν βίασες το κοριτσάκι”».
Τον τρόμο πάντως κατάφερε να τον πετύχει. Με άλλες ιστορίες περισσότερο, άλλες λιγότερο. Ο τρόμος άλλωστε θρέφει και τον ίδιο, αφού ο Στίβεν Κινγκ είναι η Αγία Γραφή του. Έχει διαβάσει όλα τα βιβλία, έχει δει όλες τις ταινίες και κάποιες τις αποκάλεσε λόγο «για να σιχαθείς το σινεμά». Ο Κινγκ αποτελεί την έμπνευση του, αλλά αποφεύγει να οδηγεί την γραφή του σε πράγματα που τα έχει υπεραναλύσει ο master.
Τελευταία μου «προγραμματισμένη» ερώτηση είναι ό,τι πιο κλισέ μπορείς να φανταστείς. Έχω την τάση να το ρωτάω σε όλους. Ο Φουντούλης δεν τη γλύτωσε. Και δεν τη γλύτωσε γιατί είναι ένα άτομο που μοιάζει να έχει την διέξοδο να αναζητήσει πράγματα έξω από την Ελλάδα.
«Δεν το χω σκεφτεί να σου πω την αλήθεια. Άσχετα αν ήμουν καλά ή όχι. Εξαρτάται από το τι θες να κάνεις. Αν πας κάπου για τα λεφτά και σου λείπουν μετά η κοινωνική ζωή κτλ…δεν ξέρω. Αν πήγαινα κάπου, θα πήγαινα στο Μόντρεαλ στον Καναδά. Είναι το πιο κουλ μέρος. Μου ταίριαξε πολύ. Αλλά δεν θα πάω. Θα κάτσω στα Πατήσια».
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη, η κουβέντα μας πήρε μια περιπατητική και εντελώς ανώμαλη τροπή. Από τον Καμπαμαρού, τους Power Rangers και τα Χελωνονινιντζάκια, φτάσαμε να μιλάμε για τη Μογγολία κι από εκεί περάσαμε στο Weekend to Bernie’s. Το ένα έφερε το άλλο, κάπως έπεσε στο τραπέζι – κι ας ήμασταν όρθιοι σε πεζόδρομο – η ταινία Σεξωγήινη και αποκαλύφθηκε ο λόγος που ο Στίβεν Κινγκ είναι ο δικός του The Dude. Η σκηνή που η Μπάσιντζερ διαβάζει βιβλία με ένα μόνο άγγιγμα με το δάχτυλο, περιλαμβάνει και ένα βιβλίο του Κινγκ. Η αντίδραση της εντυπώθηκε τόσο βαθιά στον Ηλία που τον παρακίνησε να «βουτήξει» για τα καλά στον παντοκράτορα του horror.
Κάθε σωστό κλείσιμο απαιτεί την πλήρωση ενός κύκλου. Έτσι, θα αφήσω για το φινάλε κάτι που θα σε γυρίσει ξανά στην αρχή. Δεν αφορά τη συνέντευξη. Αφορά κάτι που έγινε πριν μερικές μέρες στην παρουσίαση του βιβλίου του. Ένας 16χρονος του υπενθυμίζει ότι είχε πάει να του ζητήσει αυτόγραφο μετά από ένα stand up. Ο Φουντούλης σαστίζει λίγο. Γυρίζει και του αποκρίνεται «εντάξει, δεν είμαι κανένας σημαντικός». Το σάστισμα επανέρχεται σε τρισδιάστατο μέγεθος. ««Με είχε συγκινήσει ο πο…Δεν το περίμενα ότι θα το πάει εκεί» αρκείται απλώς να πει.
Κάθε εποχή αναδεικνύει τους ανθρώπους της. Άλλοι είναι πυροτεχνήματα, άλλοι σαθρά είδωλα, άλλοι τω όντι σημαντικοί. Ο Φουντούλης δεν ξέρω αν ήταν σημαντικός χθες. Δεν ξέρω αν θα είναι σημαντικός αύριο. Ξέρω μετά πάσης βεβαιότητος ότι είναι σημαντικός σήμερα!
Φωτογραφίες: Ιωσήφ Χαλαβαζής