Γεννήθηκε στην Γαλλία (χωρίς να μπορούμε να πούμε με σιγουριά σε ποια πόλη), αλλά έκανε «πατρίδα» της την Κρήτη. Εκεί όπου έζησε ως πόρνη, λατρεύτηκε από τους σπουδαίους άνδρες που βρέθηκαν στο διάβα της και όταν έχασε τα πάντα, έδειξε το μεγαλείο της ψυχής της, βοηθώντας ακόμη κι από το υστέρημά της τους συνανθρώπους της
Άλλοι λένε ότι το 1863 γεννήθηκε στο Παρίσι, άλλοι στην Τουλόν, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήρθε σε αυτόν τον κόσμο σε ένα σπίτι στην Μασσαλία. Το σίγουρο είναι πάντως ότι ήταν έφηβη –σχεδόν παιδί- βρέθηκε με μια φίλη της στην πρωτεύουσα της Γαλλίας αποφασισμένη να ζήσει με πολλά περισσότερα από το ένα φράγκο την ημέρα που κέρδιζε ως καπελού. Ο λόγος για την Αδελίνα Γκιτάρ, της οποίας το πραγματικό όνομα δεν λέει πολλά, αλλά ως Μαντάμ Ορτάνς έγινε τόσο διάσημη που ακόμη και ο τεράστιος Νίκος Καζαντζάκης την χρησιμοποίησε ως ηρωίδα στο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»!
Στο Παρίσι εκείνης της εποχής μια νέα, όμορφη, φιλόδοξη κι αποφασισμένη κοπέλα όπως αυτή, μπόρεσε να βρει δουλειά στα καμπαρέ που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στην πόλη. Αποδείχθηκε ιδιαίτερα ταλαντούχα στο καν-καν, έχοντας βέβαια και την αβάντα που της έδιναν τα μακριά πόδια της. Δεν της ήταν δύσκολο να σαγηνεύσει τους άντρες κι όταν ένας σημαντικός επιχειρηματίας την ερωτεύτηκε, εκείνη ανταποκρίθηκε και μάλιστα συμφώνησε να τον παντρευτεί. Και η προσωπική ιστορία της θα είχε γραφτεί διαφορετικά εάν –σύμφωνα με τον αστικό μύθο- δεν την αναγνώριζε κάποιος φίλος του μέλλοντα συζύγου (και προφανώς θαμώνας των καμπαρέ), χαλώντας με αυτόν τον τρόπο τον γάμο.
Μοιραία επέστρεψε στην παλιά της ζωή κι εκεί γνώρισε και πάλι άνδρες έτοιμους να της χαρίσουν τα πάντα. Πρώτα έναν ναυτικό ο οποίος ήταν εκείνος που της έμαθε ότι ο κόσμος ήταν πολύ μεγαλύτερος από το Παρίσι, όσο τεράστιο κι αν ήταν στα μάτια της. Και μετά ακολούθησε ένας κόμης, στο πλευρό του οποίου ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη. Όταν, μετά από τρία χρόνια, εκείνος έφυγε από την ζωή, η Αδελίνα Γκιτάρ γνώριζε πολύ καλά τι θα έκανε στην ζωή της. Θα «σκότωνε» τον παλιό εαυτό της και θα μεταλλασσόταν σε Μαντάμ Ορτάνς, μια πόρνη μεν, αλλά όχι με την «βρώμικη» δυτική εκδοχή του όρου εκείνα τα χρόνια. Γοητευμένη από τις γκέισες στην Ιαπωνία, θα έφερνε σε ένα «φτηνό» και περιφρονημένο επάγγελμα, την αίγλη και την σημασία που είχε στην μακρινή Ανατολή.
Στο Παρίσι που πλέον είχε αρχίσει να θυμίζει την σύγχρονη μητρόπολη που θαυμάζουμε, βρήκε ένα από τα πιο ωραία σπίτια, το διακόσμησε με ξεχωριστό στυλ και γούστο και στη συνέχεια αναζήτησε κοπέλες, ζητώντας κάτι παραπάνω από ομορφιά. Τα δικά της κορίτσια δεν θα προσέφεραν μόνο ερωτικές υπηρεσίες στους πελάτες, αλλά συντροφιά επιπέδου πολυτελείας, αφού φρόντιζε και η ίδια αν χρειαζόταν για την εκπαίδευση και την διεύρυνση της κουλτούρας τους.
Έτσι το «σπίτι» της δεν άργησε να αποκτήσει φήμη και να γίνει πόλος έλξης των μελών της «καλής κοινωνίας» που αναζητούσαν παρέα, ανάμεσά τους πολιτικοί, καλλιτέχνες, βιοτέχνες, έμποροι και στρατιωτικοί. Ένας τέτοιος, ένας ναύαρχος μάλιστα, ήταν εκείνος που την «βάφτισε» Ορτάνς, καθώς της έλεγε ότι η ομορφιά της μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνο του εξωτικού λουλουδιού της ορτανσίας! Όταν ο ναύαρχος Ζωρζ Ποτιέ μετατέθηκε στην Κρήτη, χωρίς ακόμη να το γνωρίζει η ίδια, άλλαξε η ζωή της.
Την εποχή εκείνη το νησί είχε μετατραπεί στην «Κρητική Πολιτεία». Τελούσε μεν υπό την επικυριαρχία της Τουρκίας, αλλά της είχε παραχωρηθεί ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας, με τις Μεγάλες Δυνάμεις να διατηρούν εκεί βάσεις και στρατεύματα. Για πολύ καιρό ο Ποτιέ αλληλογραφούσε με την αγαπημένη του και της μετέφερε την πλήξη τόσο την δική του όσο και των ανδρών του που στάθμευαν εκεί. Της πρότεινε λοιπόν να μεταβεί στην Μεγαλόνησο και να μεταφέρει εκεί την «επιχείρησή» της, μεταφέροντας τα κορίτσια της. Η Μαντάμ Ορτάνς ενθουσιάστηκε με την ιδέα και κατέφθασε στα Χανιά όπου έγινε δεκτή με άκρατο ενθουσιασμό. Ο ναύαρχος βρήκε για λογαριασμό της ένα ωραίο κτίριο για να στεγάσει το… μαγαζί και κάπως έτσι γεννήθηκε το περίφημο «Λόντον μπαρ»!
Για τα επόμενα 10 χρόνια αυτό ήταν το σημείο που οι άντρες έκαναν ουρές για να γευτούν τις απολαύσεις που προσέφερε, ενώ η ίδια η Ορτάνς μοίραζε τον χρόνο της ανάμεσα στους 4 ναυάρχους των Μεγάλων Δυνάμεων. Φυσικά είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά της για τον Γάλλο Ποτιέ, αλλά έγινε ταυτόχρονα ερωμένη του Ιταλού Καναβάρο, του Ρώσου Αντρέωφ και του Άγγλου Χάρις. Λένε ότι παράλληλα αποσπούσε πληροφορίες από κάθε έναν από αυτούς και τις αντάλλασσε με διάφορες χάρες, μέχρι την ημέρα της απελευθέρωσης του νησιού, όταν και αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια τον στρατό. Όλο αυτό το διάστημα οι υπηρεσίες της απέκτησαν τόσο μεγάλη φήμη, που ακόμη και ο πρίγκιπας Γεώργιος την συμπεριέλαβε ανάμεσα σε εκείνους που παρασημοφορήθηκαν για τον αγώνα για την ελευθερία.
Έφυγε από την Κρήτη για να κηδέψει την μητέρα της στην Γαλλία. Όταν επέστρεψε, οι προστάτες της δεν ήταν πια εκεί. Αν και καθ΄όλη τη διάρκεια της παρουσίας της πάντα μοίραζε απλόχερα σε πολλούς ανθρώπους που είχαν ανάγκη, δημιούργησε και πολλούς εχθρούς που θεωρούσαν ότι με την παρουσία της «μόλυνε» τα χρηστά ήθη της περιοχής. Έχοντας πλησιάσει πια τα 50 χρόνια της και βλέποντας το μίσος και τον φθόνο στα μάτια πολλών, πίστεψε τα λόγια κάποιου Μανώλη, που της έλεγε ότι την αγαπούσε και ότι μαζί με την –υποτιθέμενη- αδελφή του, την Μαρία, θα πήγαιναν όλοι μαζί να ζήσουν μακριά από όλο αυτό το δηλητήριο, στην Ιεράπετρα.
Εκεί άφησε οριστικά πίσω της την παλιά ζωή. Άνοιξε ένα ξενοδοχείο που το ονόμασε «Η Γαλλία» κι ένα κατάστημα ψιλικών και πίστευε ότι δεν είχε πια εχθρούς, μέχρι το μοιραίο βράδυ που ο «Μανώλης» και η «Μαρία», οι οποίοι ήταν εραστές και όχι αδέλφια, βρήκαν την ευκαιρία που από την αρχή έψαχναν. Της πήραν ό,τι πολύτιμο είχε στο σπίτι, μαζί και με τις περισσότερες από τις οικονομίες της, και εξαφανίστηκαν… Ακόμη κι έτσι, εκείνη συνέχισε να ζει και να προσφέρει στους συντοπίτες της σε τέτοιο βαθμό που κάποιοι να φτάσουν στο σημείο να κάνουν λόγο «για την πόρνη που έγινε αγία»… Στα 75 της χρόνια, το 1938, αρρώστησε από χολοκυστίτιδα. Στις 2 Μαΐου ζήτησε να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει. Αν και καθολική, ο παπα-Μανώλης Τζαβολάκης, έτρεξε στο πλευρό της και την άκουσε… Τα λόγια του, μετά τον θάνατό της, είναι ουσιαστικά η κληρονομιά που άφησε πίσω της αυτή η ξεχωριστή γυναίκα: «Ήταν μια αγία η Μαντάμ Ορτάνς. Δεν ξέρω αν αμάρτησε στα νιάτα της, εξάλλου ποιος είναι ο αναμάρτητος; Αλλά ορκίζομαι στο σταυρό που κρατώ και στη λειτουργία που κάνω ότι έζησε στα στερνά της σαν αγία και πέθανε σαν αγία κάνοντας χιλιάδες καλοσύνες και βοηθώντας από το υστέρημά της τους συνανθρώπους της…».