Μαχητής, σκληροτράχηλος, δυναμικός, ακραίος και αμφιλεγόμενος… Τέτοιος ήταν ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς ως παίκτης, ως προπονητής, ακόμη και ως άνθρωπος, γενικότερα. Κι έτσι αγέρωχος και ασυμβίβαστος με την ιδέα της ήττας έφυγε από αυτόν τον κόσμο, με τα λόγια της συζύγου του να αποτελούν το πιο γλυκό κατευόδιο που θα μπορούσε να έχει.
Είναι μια κατηγορία ανθρώπων στον αθλητισμό τους οποίους είτε θα λατρέψεις είτε θα μισήσεις. Μέση οδός δεν υπάρχει. Σε αυτήν ανήκει και ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς που έφυγε από την ζωή στις 16 Δεκεμβρίου 2022, σε ηλικία μόλις 53 ετών, έχοντας δώσει τα προηγούμενα χρόνια μάχη με την λευχαιμία.
Ήταν αυτή η τελευταία εικόνα του που παρά τα εμφανή σημάδια της ασθένειας πάνω του, εκείνος συνέχιζε να κοουτσάρει την Ρόμα, που έκανε ακόμη και τους επικριτές του να τον δουν με άλλο μάτι. Και όχι μόνο επικριτές, αλλά και ορκισμένους εχθρούς, ο Σέρβος είχε δημιουργήσει πολλούς κατά την διάρκεια της καριέρας του.
Ένας… κωλοπετσωμένος αμυντικός που καμιά φορά ανέβαινε και στα χαφ, παρά το γεγονός ότι στα νιάτα του είχε ξεκινήσει από το αριστερό άκρο, αλλά σταδιακά υποχώρησε στο γήπεδο, κρατώντας όμως τις αγαπημένες του εκτελέσεις φάουλ. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι κρατάει μαζί με τον Πίρλο ακόμη και σήμερα το ρεκόρ με τα περισσότερα γκολ με αυτόν τον τρόπο στη Serie A, με 28!
Παράλληλα, όμως, δεν έδινε και συχνά δεκάρα για τα… συναισθήματα των άλλων. Αν δεν δημιουργούσε ο ίδιος την φασαρία με κάποιο ακόμη και αντιαθλητικό τάκλιν ή άλλον τρόπο, έσπευδε να την… συναντήσει στο σημείο του γηπέδου που είχε στηθεί ο καυγάς, δίχως δεύτερες σκέψεις.
Άλλωστε μνημειώδης είναι η συμμετοχή του στα επεισόδια σε εκείνο τον τελικό του Ερυθρού Αστέρα με την Χάιντουκ Σπλιτ, λίγο πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όταν αποβλήθηκε εξαιτίας των αψιμαχιών του με Στίμας και Κόβατς. Επίσης, οι επικριτές του στέκονται στην ρατσιστική επίθεση κατά του Πατρίκ Βιεϊρά, σε παιχνίδι κόντρα στην Ίντερ ή στο διαβόητο περιστατικό με τον Άντριαν Μούτου τον οποίο έφτυσε και χτύπησε σε παιχνίδι απέναντι στην Τσέλσι…
Ωστόσο στην προσωπική του ζωή ήταν ένας στοργικός πατέρας και καλός σύζυγος. Απολάμβανε τις μέρες του με την γυναίκα του Αριάνα Ραπατσιόνι, πρώην αστέρα της ιταλικής σόου μπιζ και τα 5 παιδιά τους, μέχρι την ημέρα που διαγνώστηκε με λευχαιμία, στις 13 Ιουλίου 2019. Αν και επρόκειτο για μια ιδιαίτερα επιθετική μορφή της ασθένειας, ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς που εκείνη την εποχή ήταν μάνατζερ της Μπολόνια, ανακοίνωσε πως δεν σκόπευε να αποσυρθεί και με την απόφασή του αυτή μπήκε στο κλαμπ των θρύλων.
Ακόμη κι έτσι, πάντως, έμοιαζε δεδομένο ότι η μαχητική ψυχή του δεν θα άντεχε για πάντα… Η ίδια η σύντροφός του θυμάται την ημέρα που οι γιατροί την ενημέρωσαν ότι πλησίαζε το τέλος και βρέθηκε μπροστά στο υπέρτατο δίλημμα: Το αν θα του το έλεγε ή όχι.
«Δεν ήξερα αν έπρεπε να του το πω, το συζήτησα και με τα πέντε παιδιά μας, μόνο, δεν το είπα σε κανέναν άλλο. Ούτε καν στη μητέρα μου. Μαζί με τα παιδιά αποφασίσαμε να μην του το πούμε για να μην του στερήσουμε αυτό το έστω μικρό φως της ελπίδας. Από την άλλη πλευρά, ο Σίνισα ποτέ δεν μας ρώτησε αν θα τα καταφέρει. Πάλευε πάντα γιατί ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι θα πεθάνει» διηγήθηκε σχετικά.
Μόλις μία εβδομάδα πριν πεθάνει, ο Μιχαΐλοβιτς αν και στο τελευταίο στάδιο, συνέχιζε να ελπίζει και να κάνει όνειρα για το μέλλον. Δήλωνε ευτυχισμένος και μιλούσε για τα γεράματά του, με παιδιά και εγγόνια παντού. «Ένιωθα να καταρρέω εκείνη τη στιγμή. Του είπα “έχουμε ήδη μια εγγονή, δεν είσαι χαρούμενος; Απάντησε: “είμαι ευτυχισμένος γιατί έχω όλους εσάς, αλλά θέλω πολλά, θέλω γεμάτο το τραπέζι με εγγόνια”. Αυτή ήταν μια πολύ δύσκολη, πολύ σκληρή στιγμή».
Την ύστατη μέρα, με το κακό να είναι προκαθορισμένο πλέον, μαζεύτηκαν οι πιο στενοί άνθρωποί του στο νοσοκομείο. Η Αριάνα με την μητέρα της, τα 5 παιδιά τους, η μητέρα του, ο αδερφός του με τη σύζυγό του, ο καλύτερος του φίλος. Όλοι σιωπηλοί, έβλεπαν τον Σίνισα να δίνει την τελευταία μάχη της ζωής του. Η ανάσα του μαρτυρούσε ότι αυτή η αγωνιώδης προσπάθειά του έφτανε στο τέλος.
Η Αριάννα διηγείται: «Μου ήρθε να του πω “πήγαινε, μην ανησυχείς, θα τα προσέχω εγώ τα παιδιά“. Εκείνη τη στιγμή λυγίσαμε, μέχρι τότε δεν είχε κλάψει κανείς. Αγκαλιαστήκαμε όλοι μαζί, ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή, ένιωθες κάτι σαν ενέργεια στο δωμάτιο. Ήταν άσχημο, πολύ, αλλά κατά κάποιο τρόπο και όμορφο»…