Ο Ινεχίρο Ασανούμα ήταν «κόκκινο πανί» για τους Ιάπωνες εθνικιστές πίσω στην δεκαετία του ’50. Δεν ήταν μόνο οι κομμουνιστική ιδεολογία την οποία είχε ασπαστεί ως μέλος του Σοσιαλιστικού κόμματος που τον έκανε ελάχιστα δημοφιλή στους συνταρακτικούς κύκλους. Αυτό θα μπορούσαν να του το συγχωρήσουν…
Ήταν η προσέγγιση που ο Ιάπωνας πολιτικός επιθυμούσε να επιτευχθεί με την Κίνα που τους έκανε να τον μισήσουν. Οι δύο χώρες είχαν εμπλακεί σε αιματηρούς πολέμους στο παρελθόν, διατηρούσαν ακόμη ανοιχτά μέτωπα παντού, με αποτέλεσμα η στάση του Ασανούμα να θεωρηθεί ακόμη και προδοτική από εκπροσώπους του ακροδεξιού μπλοκ Ιδιαίτερα όταν διέπραξε το αδιανόητο «λάθος» κατά την επιστροφή του από ταξίδι στην Κίνα να πατήσει σε ιαπωνικό έδαφος φορώντας μαοϊκό κοστούμι, το σύμβολο των εχθρών του έθνους.
Ωστόσο εκείνος, πολύ πιο κοντά στον Μάο και τις ιδέες του, καυτηριάζοντας συχνά τους πολιτικούς αντιπάλους του για υποκρισία. Τον κατηγορούσαν την ίδια ώρα που η Ιαπωνία είχε καταστεί «τσιράκι» των ΗΠΑ, δηλαδή της χώρας που είχε ρίξει δύο ατομικές βόμβες στο έδαφος της πατρίδας του. Γι’ αυτόν ο εχθρός ήταν ένας. Οι Αμερικανοί που είχαν καταλύσει κάθε ίχνος εθνικής κυριαρχίας στην Ιαπωνία.
Η εκλογή του στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος λίγο πριν τις επερχόμενες εκλογές τον έκανε, όπως κάθε πολιτικό, να αυξήσεις τις δημόσιες εμφανίσεις του, συμπεριλαμβανομένων και των τηλεοπτικών και –όπως ήταν λογικό- αποδέχθηκε την πρόσκληση του τηλεοπτικού καναλιού NHK για ένα ντιμπέιτ με τους πολιτικούς αντιπάλους του. Δίχως να το γνωρίζει, εκείνη την μέρα θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον δολοφόνο του.
Κατά την διάρκεια του ντιμπέιτ, το οποίο θα προβαλλόταν σε μαγνητοσκόπηση, ο Οτόγια Γιαμαγκούτσι, άφησε την θέση του στο κοινό, κινήθηκε αστραπιαία και χρησιμοποιώντας ένα σπαθί «γιορόι-ντόσι», όπλο των Σαμουράι, κατάφερε μια σειρά από χτυπήματα στον Ασανούμα, μπροστά σε αποσβολωμένα μάτια που αρνούνταν να πιστέψουν αυτό που συνέβαινε. Όπως αποδείχθηκε αργότερα ο δολοφόνος ήταν μόλις 17 ετών και τα κίνητρά του ήταν καθαρά πολιτικά.
Ήταν μέλος μιας εθνικιστικής, ακραίας ομάδας, η οποία πίστευε ακόμη στη θεϊκή καταγωγή του Αυτοκράτορα και επιθυμούσε την επιστροφή της Ιαπωνίας στις αρχές του «Μπουσίντο» του κώδικα τιμής των Σαμουράι και του Σιντοϊσμού, απορρίπτοντας οτιδήποτε ξένο και κυρίως την κομμουνιστική Κίνα.
Παρά την αρχική σαστισμάρα και το κομφούζιο που ακολούθησε, ο νεαρός συνελήφθη από τους παρευρισκόμενους και οδηγήθηκε στην φυλακή, ενώ την ίδια ώρα ο φωτογράφος Γιασούσι Ναγκάο βρήκε την ψυχραιμία να σηκώσει τον φακό της μηχανής του και να τραβήξει το απόλυτο «κλικ». Την στιγμή της δολοφονικής επίθεσης σε ένα στιγμιότυπο που τελικά εκείνη την χρονιά του χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ.
Ακριβώς 20 ημέρες με το έγκλημά του ο άνθρωπος που σόκαρε την Ιαπωνία έδωσε ο ίδιος τέλος στην ζωή του, ακολουθώντας την ηθική των Σαμουράι, των ανθρώπων που λάτρευε. Χρησιμοποιώντας οδοντόκρεμα , έγραψε στους τοίχους του κελιού του: «Εφτά ζωές για την πατρίδα μου. Να ζήσει η Αυτού Εξοχότης ο Αυτοκράτωρ»… Στη συνέχεια κρεμάστηκε στο κελί του με τα σεντόνια που βρήκε διαθέσιμα.
Οι ομοϊδεάτες του τον θεωρούν ένα είδος «μάρτυρα» και είναι εντυπωσιακό πως ακόμη και στις μέρες μας τιμάται η μνήμη του από τους εκπροσώπους και τους θιασώτες εθνικιστικών απόψεων στην Ιαπωνία, καθώς χαρακτηρίζουν την πράξη του ηρωϊκή, μη δείχνοντας το παραμικρό σημάδι ενοχών για το αποτρόπαιο έγκλημά του.